Λούης, ο, κύρ. όν., εύχρ. μόνο στη φρ. έγινε Λούης, έφυγε ταχύτατα, εξαφανίστηκε αστραπιαία: «μόλις έμαθε πως έρχονταν να τον συλλάβουν οι μπάτσοι, έγινε Λούης». Αναφορά στον Σπύρο Λούη που στους Ολυμπιακούς Αγώνες του 1896, που έγιναν στην Αθήνα, ήταν ο πρώτος Έλληνας ολυμπιονίκης του μαραθώνιου δρόμου.