Λονδίνο, το, ουσ. [<αγγλ. London], το Λονδίνο·
- στο Λονδίνο βρέχει, λέγεται για κάτι που είναι συνηθισμένο και ταυτόχρονα δυσάρεστο: «το καλοκαίρι η ζέστη είναι αφόρητη. -Στο Λονδίνο βρέχει». Από το ότι στο Λονδίνο τις περισσότερες μέρες του χρόνου βρέχει και η πατρότητα της φρ. αποδίδεται στο Χαρίλαο Τρικούπη, ο οποίος πριν γίνει πρωθυπουργός, διετέλεσε πρεσβευτής στο Λονδίνο (βλ. Τάκης Νατσούλης, Λέξεις και φράσεις παροιμιώδεις, σελ. 474).