λοιπός, -η, -ο, επίθ. [<αρχ. λοιπός], που υπολείπεται, ο υπόλοιπος: «που είναι οι λοιποί της παρέας;»·
- και λοιπά ή και τα λοιπά, (συντομογραφία κ.λπ.) για όσα εννοούνται ως εύκολα και παραλείπονται σε μια συζήτηση. (Λαϊκό τραγούδι: διαθήκη και λοιπά κάνουν όσοι τα φυλάνε, εγώ ήμουνα, παπά, όσα έρθουν κι όσα πάνε // θα χτίσω μια φωλιά και τα λοιπά αλλά δεν το λέμε ούτε του παπά
- του λοιπού, από δω και πέρα, στο εξής: «του λοιπού δε θα κάνεις τίποτα, αν δε με ρωτήσεις || του λοιπού όλοι θα παίρνετε άδεια απ’ τον τάδε || του λοιπού θέλω να ’σαι προσεκτικός».