λογικός, -η, -ο, επίθ. [<αρχ. λογικός < λόγος], λογικός. 1. που είναι σύμφωνος, συνεπής με την ορθή σκέψη, που είναι μυαλωμένος, συνετός: «είναι λογικός άνθρωπος και θα συμφωνείστε με το πρώτο». 2. το θηλ. ως ουσ. η λογική (βλ. λ.). 3α. το ουδ. ως ουσ. το λογικό, η ικανότητα να σκέφτεται κανείς και να οδηγείται σε σωστή, σε ορθή κρίση, σε λογική σκέψη: «αυτό που λες δεν είναι λογικό || το λογικό, στην προκειμένη περίπτωση, είναι να πας και να του ζητήσεις συγνώμη». β. με τις αντων. μου, σου, του, της κ.λπ., ο νους, το μυαλό: «μόλις έβαλε το λογικό του να δουλέψει, βρήκε τη λύση»·
- βγήκε απ’ τα λογικά του, βλ. συνηθέστ. δεν είναι στα λογικά του·
- δεν είναι καλά στα λογικά του, βλ. φρ. δεν είναι στα λογικά του·
- δεν είναι στα λογικά του, δεν ελέγχει τη συμπεριφορά του, ενεργεί χωρίς σκέψη, παράτολμα, παράλογα και κατ’ επέκταση, παραφρόνησε, τρελάθηκε: «μια τέτοια παράτολμη ενέργεια, θα μπορούσε να την κάνει μόνο ένας που δεν είναι στα λογικά του». Συνών. δεν είναι στα γνωστικά του / δεν είναι στα καλά του / δεν είναι στα μυαλά του / δεν είναι στα συγκαλά του / δεν είναι στα σωστά του·    
- είμαι στα λογικά μου, ελέγχω τη σκέψη μου, τη συμπεριφορά μου, σκέφτομαι σωστά, έχω πνευματική ισορροπία: «μα και βέβαια είμαι στα λογικά μου όταν σου ζητώ να μου επιστρέψεις τα δανεικά που σου ’δωσα». Πολλές φορές, μετά το ρ. της φρ. ακολουθεί το καλά·
- είναι λογικό, είναι σωστό, φυσικό, φρόνιμο: «είναι λογικό ν’ αγαπάς μια τόσο όμορφη και καλή γυναίκα || μια κι η διένεξη πάει για καβγά, είναι λογικό να σηκωθούμε να φύγουμε απ’ το μαγαζί»·
- είσαι στα λογικά σου; είσαι καλά στο μυαλό σου; σκέφτηκες αυτό που είπες; μιλάς σοβαρά; μήπως παραφρόνησες; μήπως τρελάθηκες(;): «είσαι στα λογικά σου, που θέλεις να κάνεις τη διαδρομή Θεσσαλονίκη - Αθήνα με τα πόδια; || είσαι στα λογικά σου, που θέλεις να ξεκινήσεις μια τόσο μεγάλη δουλειά χωρίς να ’χεις φράγκο;»·
- έλα στα λογικά σου, προτρεπτική ή παρακλητική έκφραση σε κάποιον να συμπεριφερθεί σωστά, λογικά, να λογικευτεί, να συνέλθει: «πάψε να ζητάς παράλογα πράγματα κι έλα, επιτέλους, στα λογικά σου». (Λαϊκό τραγούδι: για να εκτιμάς τους μάγκες να μην κάνεις ματσαράγκες, Κούλα έλα στα λογικά σου να μην έβρεις τον μπελά σου). Συνών. έλα στα γνωστικά σου / έλα στα καλά σου / έλα στα μυαλά σου / έλα στα συγκαλά σου / έλα στα σωστά σου / έλα στη ρότα σου·
- έρχομαι στα λογικά μου, α. ξαναβρίσκω την ορθή σκέψη μου μετά από ένα διάστημα ψυχικής αναστάτωσης ή έντασης: «φώναζε και απειλούσε τους πάντες και μόνο όταν ήρθε στα λογικά του, μπορέσαμε να συνεννοηθούμε». β. συνέρχομαι, μπορώ πάλι να σκέφτομαι ή να έχω γνώση του τι γίνεται γύρω μου: «εκεί που καθόταν λιποθύμησε, αλλά μετά από λίγο ήρθε πάλι στα λογικά του»·
- έχασε τα λογικά του ή έχασε το λογικό του, παραφρόνησε, τρελάθηκε: «πέρασε τόσες δυστυχίες, που στο τέλος έχασε τα λογικά του». (Λαϊκό τραγούδι: σαν τον αλήτη μες στους δρόμους τριγυρίζω και την κακία όπου πάω αντικρίζω, παραμιλώ και κλαίω μόνος τον καημό μου κι απ’ το μεράκι έχασα το λογικό μου
- σάλεψαν τα λογικά του ή σάλεψε το λογικό του, παραφρόνησε, τρελάθηκε: «απ’ τη μέρα που χρεοκόπησε, σάλεψαν τα λογικά του».