λογαριάζω, ρ. [<μσν. λογαριάζω <αρχ. λογάριον, υποκορ. του αρχ. ουσ. λόγος], λογαριάζω. 1. υπολογίζω, σταθμίζω: «λογαριάζεις τι ξύλο θα φας αν το μάθει ο πατέρας σου; || να λογαριάσεις καλά τους κινδύνους που έχει αυτή η δουλειά». (Νησιώτικο τραγούδι: ένα καράβι από τη Χιο με τις βαρκούλες του τις δυο, στη Σάμο πήγε κι άραξε κι έκατσε και λογάριασε). 2. υπολογίζω, μετρώ κάνοντας αριθμητική πράξη: «είναι τόσο αγράμματος, που λογαριάζει με τα δάχτυλα». 3. σκέφτομαι, σκοπεύω, σχεδιάζω: «το καλοκαίρι λογαριάζω να πάω διακοπές στη Χαλκιδική». 4. αναλογίζομαι τις συνέπειες: «λογάριασες ποτέ τι θα γίνει, αν το μάθει ο πατέρας σου;». 5. υπολογίζω, παίρνω υπόψη μου: «λογαριάζω πως θα ’χω κέρδος απ’ αυτή τη δουλειά || αφού κάνεις δουλειές χωρίς να λογαριάζεις τη γνώμη μου, καλά να πάθεις που την πάτησες». (Λαϊκό τραγούδι: μ’ αρέσει που δεν κάνεις πίσω που μόνο την καρδιά σου λογαριάζεις, μα τρέμω μήπως σ’ αγαπήσω γιατί μ’ αυτό το πάθος με τρομάζεις). 6. εκτιμώ, θεωρώ σημαντικό: «όλοι οι έμποροι τον λογαριάζουν μέσα στην αγορά». (Λαϊκό τραγούδι: οι μάγκες με προσέχουνε κι όλοι με λογαριάζουν, όταν με βλέπουν κι έρχομαι μαζί μου νταλκαδιάζουν
- δε λογαριάζω ή δεν το(ν) λογαριάζω, δεν (το, τον) υπολογίζω, αδιαφορώ: «δε λογαριάζω κανένα έξοδο όταν πρόκειται να σ’ ευχαριστήσω || όταν πρόκειται να διασκεδάσω, δεν το λογαριάζω το χρήμα || δεν τον λογαριάζω για φίλο μου». (Λαϊκό τραγούδι: δε λογαριάζω τα λεφτά κάντε μου το χατίρι αρκεί το βασανάκι μου να βγει στο παραθύρι // το χρήμα δεν το λογαριάζω τα δυο σου μάτια σαν κοιτάζω // εγώ μποέμικα θα ζω, κανέναν δεν πειράζω, δικιά μου είναι η ζωή και δεν τη λογαριάζω
- δε λογαριάζω κανέναν, κάνω ό,τι θέλω, ό,τι μου αρέσει χωρίς να υπολογίζω κανέναν. (Λαϊκό τραγούδι: παραδόθηκα σε σένα δε λογάριασα κανέναν κι είπα τώρα ό,τι θέλει ας γίνει
- λογαριάζω λάθος, βλ. λ. λάθος·
- λογαριάζω χωρίς (δίχως) τον ξενοδόχο, βλ. λ. ξενοδόχος·
- μη λογαριάζεις, μην υπολογίζεις, αδιαφόρησε: «μη λογαριάζεις τι λέει, γιατί είναι ανόητος ο άνθρωπος || μη λογαριάζεις τα έξοδα, γιατί όλα είναι πληρωμένα απ’ την επιχείρηση»·
- μην το (τη, το) λογαριάζεις, α. μην τον (την, το) υπολογίζεις, αδιαφόρησε: «ό,τι και να πει μην τον λογαριάζεις, γιατί είναι γνωστός ψεύτης». (Λαϊκό τραγούδι: έπρεπε μέσ’ στα στήθια μου καρδιά να μην υπάρχει να κλέβω απ’ τα ορφανά, απ’ τους φτωχούς ν’ αρπάζω κι αν δω γυναίκα να πονά να μην τη λογαριάζω).β. δεν τον θεωρώ μέτοχο, συμμέτοχο σε κάτι, δεν τον παίρνω υπόψη μου: «τον τάδε μην το λογαριάζεις , γιατί δε θα πάρει μέρος στη δουλειά»·     
- τα λογαριάζει όλα με το διαβήτη, βλ. λ. διαβήτης.