λίστα, η, ουσ. [<ιταλ. lista], η λίστα. 1. κατάλογος φαγητών σε εστιατόριο: «φέρε μου τη λίστα να δω τι φαγητά έχετε». 2. κατάλογος υποψηφίων βουλευτών ενός κόμματος, που εκλέγονται με τη σειρά προτεραιότητας εγγραφής σε αυτόν και όχι με σταυρό προτίμησης: «οι εκλογές με λίστα υποτάσσουν το βουλευτή στον αρχηγό του κόμματός του»·
- λίστα αναμονής, βλ. λ. αναμονή·
- μαύρη λίστα, α. κατάλογος που συντάσσει η αστυνομία για καταζητούμενους και γενικά για όσους έχουν παραβεί τη νομοθεσία ενός κράτους και χρησιμοποιείται, ιδίως στις εξόδους της χώρας (αεροδρόμια, λιμάνια, μεθοριακούς σταθμούς), για να εντοπισθούν στις διάφορες μετακινήσεις τους: «τ’ όνομά του περάστηκε στη μαύρη λίστα στην περίπτωση που θελήσει να βγει απ’ τη χώρα». β. υποθετικός κατάλογος, όπου σημειώνουμε όλους εκείνους, που μας έχουν κάνει κάποιο κακό, για να τους τιμωρήσουμε ή να τους εκδικηθούμε, όταν βρούμε την κατάλληλη στιγμή: «δε θα γλιτώσει κανένας απ’ αυτούς που είναι στη μαύρη λίστα». (Λαϊκό τραγούδι: μπήκες μόνος σου στη μαύρη λίστα νύχτα έρχεσαι και φεύγεις νύχτα, δε θα βρεις ξανά ανοιχτή την πόρτα για να κάνεις τη γνωστή σου βόλτα)· 
- τον γράφω στη μαύρη λίστα ή τον έχω γραμμένο στη μαύρη λίστα, τον σημειώνω στη μαύρη λίστα επειδή ενήργησε σε βάρος μου για να τον τιμωρήσω ή για να τον εκδικηθώ, μόλις βρω την κατάλληλη στιγμή: «αν τον δεις, άλλαξε πεζοδρόμιο, γιατί έμαθα ότι σ’ έχει γραμμένο στη μαύρη λίστα και σου τη φυλάει». Συνών. τον γράφω στο μαύρο πίνακα ή τον έχω γραμμένο στο μαύρο πίνακα / τον γράφω στο μαυροπίνακα ή τον έχω γραμμένο στο μαυροπίνακα / τον γράφω στο τεφτέρι ή τον έχω γραμμένο στο τεφτέρι.