λίμνη, η, ουσ. [<αρχ. λίμνη], η λίμνη. Υποκορ. λιμνούλα, η·
- γράφει στο νερό και σπέρνει στη λίμνη, λέγεται γι’ αυτόν που ματαιοπονεί, που ασχολείται με κάτι μάταια: «απ’ τη μέρα που τον γνώρισα γράφει στο νερό και σπέρνει στη λίμνη και γι’ αυτό δεν έκανε προκοπή στη ζωή του»·
- εκάκιωσεν ο βάτραχος κι η λίμνη δεν το ξέρει, βλ. λ. βάτραχος·
- πλέω σε λίμνη αίματος, βλ. λ. αίμα.