λίθος, ο, ουσ. [<αρχ. λίθος], ο λίθος·
- ακρογωνιαίος λίθος, το θεμέλιο, το κύριο στήριγμα για κάτι: «ο πατέρας είναι ο ακρογωνιαίος λίθος του σπιτιού || ο ακρογωνιαίος λίθος της δημοκρατίας, είναι η ισότητα όλων των πολιτών απέναντι στους νόμους»·
- δεν έμεινε λίθος επί λίθου, καταστράφηκαν ολοκληρωτικά τα πάντα: «ο σεισμός ήταν τόσο ισχυρός, που δεν έμεινε λίθος επί λίθου»· 
- θεμέλιος λίθος, α. η πρώτη πέτρα που τοποθετείται στα θεμέλια, ιδίως δημοσίου  κτίσματος και με επίσημη τελετή: «ο πρωθυπουργός έβαλε το θεμέλιο λίθο του νέου νοσοκομείου». β. οτιδήποτε αποτελεί τη βάση ενός θεσμού: «οι εκλογές αποτελούν το θεμέλιο λίθο της δημοκρατίας»·
- ο αναμάρτητος πρώτος τον λίθον βαλέτω, βλ. λ. αναμάρτητος.