λιγούρα,
η, ουσ.
[<λιγώνω + κατάλ. -ούρα], η λιγούρα· έντονη επιθυμία, έντονος πόθος για
υλική ή σαρκική απόλαυση: «έχω μεγάλη λιγούρα γι’ αυτό το φαγητό || έχω μεγάλη
λιγούρα γι’ αυτή τη γυναίκα». (Λαϊκό τραγούδι: παιδί μ’, λεβέντη μ’,
παλικάρ’ απόστειλέ μου τη σαρδέλλα κι αφού το ξέρ’ς ιγώ για ψάρ’ έχω λιγούρα,
έχω τρέλα)·
- απ’
έξω φιγούρα κι από μέσα λιγούρα, βλ. λ. φιγούρα·
- κόβω
τη λιγούρα, τρώω πρόχειρα, τσιμπάω ένα ορεκτικό για να μετριάσω την αίσθηση
της πείνας που νιώθω: «μέχρι να γίνει το ψητό, θα σας φέρω λίγους μεζέδες για
να κόψετε τη λιγούρα σας»·
- μ’
έκοψε λιγούρα, έχω όρεξη να φάω είτε επειδή είδα ένα ωραίο φαγητό είτε
επειδή πεινάω πολύ: «είχα ήδη φάει αλλά, μόλις μου ’πε ότι έχει κυνήγι, μ’
έκοψε λιγούρα».