Λίβανος, ο, [<αραβ. al-Lubnaniya], ο Λίβανος·
- έγινε Λίβανος, έγινε μεγάλη φασαρία, προκλήθηκε μεγάλη αναστάτωση, μεγάλη καταστροφή: «όταν πιάστηκαν οι δυο παρέες στα χέρια έγινε Λίβανος». Αναφορά στον εμφύλιο πόλεμο που ξέσπασε στο Λίβανο τη δεκαετία του 1970. Συνών. έγινε αμέρικαν μπαρ / έγινε Δευτέρα Παρουσία / έγινε Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος / έγινε η σφαγή των Αρμενίων / έγινε ο χαμός του Δράμαλη / έγινε Τέξας / έγινε της Κορέας·
- θα γίνει Λίβανος, (απειλητικά ή προειδοποιητικά) θα γίνει μεγάλη φασαρία, θα προκληθεί μεγάλη αναστάτωση, μεγάλη καταστροφή: «αν ξαναπειράξεις την κόρη μου, θα γίνει Λίβανος». Συνών. θα γίνει αμέρικαν μπαρ / θα γίνει Δευτέρα Παρουσία / θα γίνει Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος / θα γίνει η σφαγή των Αρμενίων / θα γίνει ο χαμός του Δράμαλη / θα γίνει Τέξας / θα γίνει της Κορέας.