λεπτομέρεια, η, ουσ. [<μτγν. λεπτομέρεια], η λεπτομέρεια·
- κολλώ σε λεπτομέρειες ή κολλώ στις λεπτομέρειες, χάνω τον καιρό μου ασχολούμενος με τα επουσιώδη στοιχεία μιας δουλειάς ή μιας υπόθεσης: «εδώ υπάρχουν σοβαρά προβλήματα να συζητήσουμε κι εσύ κολλάς σε λεπτομέρειες»·
- με κάθε λεπτομέρεια, αναλυτικά, διεξοδικά, πλήρως: «του υπέδειξα με κάθε λεπτομέρεια πώς έπρεπε να ενεργήσει»·
- μπαίνω σε λεπτομέρειες ή μπαίνω στις λεπτομέρειες, αρχίζω να ασχολούμαι επίμονα με τα επουσιώδη στοιχεία κάποιας δουλειάς ή κάποιας υπόθεσης: «τα πράγματα είναι ολοκάθαρα και θα ’ναι χάσιμο χρόνου να μπούμε στις λεπτομέρειες || μη μπαίνεις σε λεπτομέρειες, πες μόνο τα βασικά του θέματος»·
- χάνομαι σε λεπτομέρειες ή χάνομαι στις λεπτομέρειες, βλ. φρ. κολλώ σε λεπτομέρειες·
- ως την τελευταία λεπτομέρεια, διεξοδικά, λεπτομερειακά: «μελετήσαμε τη δουλειά ως την τελευταία λεπτομέρεια»· βλ. φρ. με κάθε λεπτομέρεια.