λέπι, το, ουσ. [<αρχ. λέπιον, υποκορ. του λέπος], το λέπι·
- δεν άφησε λέπι, (για χρήματα ή περιουσία) σπατάλησε ολοκληρωτικά: «βρήκε μεγάλη περιουσία απ’ τον πατέρα του, αλλά έμπλεξε με παλιοπαρέες και δεν άφησε λέπι». Από την εικόνα του ατόμου που πάνω στη λαιμαργία του τρώει και τα λέπια των ψαριών. Συνών. δεν άφησε άντερο / δεν άφησε κολυμπηθρόξυλο / δεν άφησε κουκούτσι / δεν άφησε ρουθούνι / δεν άφησε σάλιο / δεν άφησε σπυρί / δεν άφησε σταγόνα / δεν άφησε φλούδα·  
- δεν έμεινε λέπι, α. (για χρήματα ή περιουσία) σπαταλήθηκε ολοκληρωτικά: «ξέχνα την περιουσία που είχε, γιατί, απ’ τη μέρα που έμπλεξε με τη χαρτοπαιξία, δεν έμεινε λέπι». β. (για εμπορεύματα) εξαντλήθηκε, πουλήθηκε, καταναλώθηκε όλο: «είχε τέτοια ζήτηση το εμπόρευμα που έριξε στην αγορά, που δεν έμεινε λέπι». Από την εικόνα του καταναλωτικού κοινού που αγόρασε όλα τα ψάρια από την ψαραγορά. Συνών. δεν έμεινε άντερο / δεν έμεινε κολυμπηθρόξυλο / δεν έμεινε κουκούτσι / δεν έμεινε ρουθούνι / δεν έμεινε σάλιο / δεν έμεινε σπυρί / δεν έμεινε σταγόνα / δεν έμεινε φλούδα·
- δεν υπάρχει λέπι, α. (για χρήματα) δεν υπάρχει το παραμικρό ποσό: «δεν μπορώ να σου δώσω ούτε μισό ευρώ, γιατί δεν υπάρχει λέπι». β. (ιδίως για ψάρια) υπάρχει παντελής έλλειψη: «πήγα ν’ αγοράσω ψάρια, αλλά δεν υπάρχει λέπι στην ψαραγορά»·
- ούτε λέπι, α. αρνητική έκφραση ψαρά στην ερώτηση κάποιου αν έπιασε κανένα ψάρι: «πώς πήγε σήμερα το ψάρεμα, έπιασες τίποτα; -Ούτε λέπι». β. ούτε την ελάχιστη ποσότητα, καθόλου, τίποτα: «έσκασαν στο φαγητό οι γάιδαροι και μένα δε μου πρόσφεραν ούτε λέπι». Συνών. ούτε κουκούτσι / ούτε σπυρί.