λεγόμενα, τα, ουσ. [πλ. του επιθ. λεγόμενος, μτχ. του ρ. λέγω], αυτά που λέει, που ισχυρίζεται, που υποστηρίζει κάποιος προφορικά ή και γραπτά: «σύμφωνα με τα λεγόμενα του τάδε, ο τζίρος της αγοράς ήταν πολύ πεσμένος τον προηγούμενο μήνα || πήρα το γράμμα σου κι είμαι πολύ χαρούμενος, γιατί σύμφωνα με τα  λεγόμενά σου περνάς πολύ καλά»·
- έρχομαι στα λεγόμενά του, βλ. φρ. έρχομαι στα λόγια του, λ. λόγος·
- κατά τα λεγόμενά του, σύμφωνα με αυτά που λέει, που ισχυρίζεται, που υποστηρίζει κάποιος: «κατά τα λεγόμενά του, εσύ άρχισες πρώτος τον καβγά».