αμπαλάρω, ρ. [<ιταλ. abballare], συσκευάζω, τακτοποιώ πράγματα, ιδίως εμπορεύματα, σε δέμα ή κιβώτιο για μεταφορά: «μόλις αμπαλάρεις το εμπόρευμα, είσαι ελεύθερος να φύγεις || μου έμειναν κάτι τελευταία ρούχα ν’ αμπαλάρω για τη μεταφορά»·
- τον αμπαλάρω, βλ. φρ. τον κάνω αμπαλάζ, λ. αμπαλάζ.