λάχανο, το, ουσ. [<αρχ. λάχανον (= χορταρικό)· η λ. κράμβη ήδη μτγν.], το λάχανο. 1. (στη γλώσσα της αργκό) το πορτοφόλι: «μόλις αντιλήφθηκε πως είχε φουσκωμένο λάχανο, τον πήρε από πίσω για να βρει την ευκαιρία να το λαχανέψει». (Λαϊκό τραγούδι: εγώ το καθρεφτάκι σου το λέω μπανιστήρι, το πορτοφόλι λάχανο και τα λεφτά μπαγιόκο). Συνών. πράσο. 2. στον πλ. τα λάχανα, (γενικά) τα χορταρικά ή τα αγριόχορτα (καλλιεργήσιμα ή αυτοφυή) που τρώγονται συνήθως ως σαλάτα. Υποκορ. λαχανάκι, το: «υπάρχει ποικιλία λάχανου το οποίο είναι σε πολύ μικρό μέγεθος, με την ονομασία λαχανάκια Βρυξελλών».(Λαϊκό τραγούδι: και φορεί ποδηματάκια, άιντε, και χαλάει τα λαχανάκια). (Ακολουθούν 19 φρ.)·
- άφραγος κήπος, έρημα τα λάχανα, βλ. λ. κήπος·
- δεν τρώω λάχανα ή δεν τρώμε λάχανα, δεν είμαι αφελής, ευκολόπιστος, δεν είμαι ανόητος, κουτός, βλάκας: «πίστευε πως μπορούσε να με ξεγελάσει, αλλά δεν ήξερε πως δεν τρώω λάχανα». Από το ότι τα λάχανα δίνονται και ως τροφή στα ζώα. Ο πλ. και όταν το άτομο μιλάει μόνο για τον εαυτό του». Για συνών. βλ. φρ. δεν τρώω κουτόχορτο ή δεν τρώμε κουτόχορτο, λ. κουτόχορτο·
- είναι ακριβός στα πίτουρα και φτηνός στα λάχανα, βλ. λ. πίτουρο·
- η προσταγή σου λάχανα κι ο ορισμός σου αγγούρια, βλ. λ. προσταγή·
- καιρός φέρνει τα λάχανα, καιρός τα παραπούλια, βλ. λ. καιρός·
- κάλλιο λάχανα με γλύκα, παρά ζάχαρη με πίκρα, καλύτερα φτωχός και ευτυχισμένος, παρά πλούσιος και δυστυχισμένος: «δε με νοιάζουν τα λεφτά σου γιατί ξέρω τις στενοχώριες που κουβαλάς, γι’ αυτό, κάλλιο λάχανα με γλύκα, παρά ζάχαρη με πίκρα»·
- όμοιος τον όμοιο κι η κοπριά στα λάχανα, βλ. λ. κοπριά·
- όποιος έχει πολύ βούτυρο, βάζει και στα λάχανα, βλ. λ. βούτυρο·
- όποιος έχει πολύ πιπέρι, βάζει και στα λάχανα, βλ. λ. πιπέρι·
- σιγά τα λάχανα! βλ. φρ. σπουδαία τα λάχανα(!)·
- σηκωθήκανε τα λάχανα να χτυπήσουν το μανάβη, βλ. συνηθέστ. σηκωθήκανε τα κολοκυθάκια να χτυπήσουν το μανάβη, λ. κολοκυθάκι·
- σπουδαία τα λάχανα! λέγεται στην περίπτωση που θεωρούμε κάτι εντελώς ασήμαντο ή που αμφισβητούμε τη σπουδαιότητα ή τη δυσκολία που μας αναφέρει κάποιος πως παρουσιάζει κάποια δουλειά ή υπόθεση: «αγόρασε ένα αυτοκίνητο που σπάει κόκαλα. -Σπουδαία τα λάχανα! || ανέβηκε όλον αυτόν τον ανήφορο τρέχοντας. -Σπουδαία τα λάχανα! || θα μπορέσεις να μου τελειώσεις αυτή τη δουλειά; -Σπουδαία τα λάχανα!». Συνών. σιγά στη δουλειά! ή σιγά τη δουλειά! / σιγά στο πράγμα! ή σιγά το πράγμα! / σιγά τ’ αβγά! (α) / σιγά τα λάχανα! / σιγά τα ωά! / σιγά τον πολυέλαιο! / σπουδαία δουλειά! / σπουδαίο πράγμα ή σπουδαίο το πράγμα(!)·
- τα βρομισμένα λάχανα κακή σαλάτα κάνουν, όταν δεν υπάρχουν καλά υλικά γίνονται σκάρτες κατασκευές: «τώρα με τους σεισμούς, βάλε καλά υλικά στο σπίτι που χρίζεις, γιατί τα βρομισμένα λάχανα κακή σαλάτα κάνουν»·
- τον βάζει λάχανο και τον βγάζει κουνουπίδι (ενν. τον πούτσο, τον ψώλο), βλ. λ. κουνουπίδι·
- τον έφαγαν λάχανο, τον σκότωσαν μπαμπέσικα: «του τη στήσανε στη γωνία και, μόλις φάνηκε απ’ το μπαράκι, τον έφαγαν λάχανο»·
- τον τρώω λάχανο, είμαι κατά πολύ ανώτερός του σε κάθε αναμέτρηση, σε κάθε ανταγωνισμό, τον κερδίζω, τον νικώ οπωσδήποτε: «για σένα δεν ξέρω, πάντως τον φίλο σου τον τρώω λάχανο»·
- τους φάγαμε λάχανο, (για ποδόσφαιρο ή μπάσκετ), τους νικήσαμε με μεγάλη ευκολία: «έπιασε τέτοιο παιχνίδι η ομάδα μας, που τους φάγαμε λάχανο»·
- τρώει λάχανα, είναι αφελής, ευκολόπιστος, είναι ανόητος, κουτός, βλάκας: «αφού τρώει λάχανα, μια ζωή θα τον κοροϊδεύουν όλοι». Για συνών. βλ. φρ. τρώει κουτόχορτο, λ. κουτόχορτο·
- τρώω λάχανο (κάτι), κλέβω χρήματα ή κάποιο αντικείμενο από κάποιον ή από κάπου: «μόλις άφησε τον αναπτήρα του πάνω στο τραπέζι, τον έφαγα λάχανο». Από την εικόνα του λαχανά που κλέβει το λάχανο, το πορτοφόλι κάποιου χωρίς να γίνει αντιληπτός.