λατέρνα, η, ουσ. [<ιταλ. laterna <λατιν. lanterna <ελλ. λαμπτήρα, αιτιατ. του ουσ. λαμπτήρ], η λατέρνα· γυναίκα στολισμένη υπερβολικά με διάφορα μπιζού και άλλα στολίδια: «θα καταλάβεις αμέσως για ποια σου λέω, γιατί είναι στολισμένη σαν λατέρνα». Από την εικόνα του λαϊκού αυτού οργάνου που είναι κατάφορτο από διάφορα στολίδια και άλλα μπιχλιμπίδια·
- είμαι σαν ξεκούρντιστη λατέρνα, η δραστηριότητα ή η αντιληπτική μου ικανότητα παρουσιάζει κενά για διάφορους λόγους: «ό,τι και να μου λες τώρα, έχω τέτοια νύστα, που είμαι σαν ξεκούρντιστη λατέρνα και δεν καταλαβαίνω τίποτα». Από το ότι η ξεκούρντιστη λατέρνα δουλεύει ελαττωματικά·
- ξεκούρντιστη λατέρνα, τραγουδιστής ή τραγουδίστρια με πολύ φάλτσα φωνή: «πού τις βρήκες όλες αυτές τις ξεκούρντιστες λατέρνες και μας τις μοστράρεις για τραγουδίστριες;». Από το ότι, όταν η λατέρνα είναι ξεκούρντιστη, παράγει φάλτσο ήχο·
- πάει σαν κουρντισμένη λατέρνα, περπατάει μηχανικά, χωρίς διόλου χάρη: «κάθε φορά που φοράει καινούρια ρούχα, πάει σαν κουρντισμένη λατέρνα». Από το ότι οι κινήσεις του χεριού για το παίξιμο της λατέρνας, είναι κοφτές και μηχανικές·
- πάει σαν ξεκούρντιστη λατέρνα, δεν περπατάει σταθερά, έχει περίεργο βηματισμό ή τρικλίζει: «κάθε φορά που πίνει λίγο παραπάνω, πάει σαν ξεκούρντιστη λατέρνα». Από το ότι, όταν η λατέρνα είναι ξεκούρντιστη, παράγει φάλτσο ήχο·
- σαν κουρντισμένη λατέρνα, με τρόπο μηχανικό και χωρίς διακοπές: «πήρε το μικρόφωνο στο χέρι κι άρχισε να μιλάει συνέχεια σαν κουρντισμένη λατέρνα»·
- σαν ξεκούρντιστη λατέρνα, με τρόπο που η δραστηριότητα, η κίνηση ή η αντιληπτική μου ικανότητα παρουσιάζουν κενά: «τραγουδούσε σαν ξεκούρντιστη λατέρνα || περπατούσε σαν ξεκούρντιστη λατέρνα || μιλούσε σαν ξεκούρντιστη λατέρνα»·
- στολίζομαι σαν λατέρνα, (ειρωνικά για γυναίκες) εκτός από τα φανταχτερά ρούχα, φορώ και διάφορα χτυπητά μπιζού ή άλλα στολίδια: «κάθε φορά που είναι να βγει έξω, στολίζεται σαν λατέρνα».