λαρύγγι, το, ουσ. [<μτγν. λαρύγγιον, υποκορ. του αρχ. ουσ. λάρυγξ], ο λάρυγγας. (Ακολουθούν 17 φρ.)·
- βαθύ λαρύγγι, α. (ειρωνικά ή θαυμαστικά) γυναίκα που επιδίδεται μετά μανίας στο στοματικό έρωτα: «δεν ξέρω τι κάνει εκείνη, αλλά η τάδε είναι βαθύ λαρύγγι». Η φρ. άρχισε να χρησιμοποιείται από τα τέλη της δεκαετίας του 1970, εποχή που κυκλοφόρησε και στην Ελλάδα το ομώνυμο βιβλίο της Ξαβιέ Χολάντερ. β. ο άγνωστος πληροφοριοδότης: «όλοι μέσα στο κόμμα του ΠΑ.ΣΟ.Κ. ψάχνουν να βρουν το βαθύ λαρύγγι που διέρρευσε την πληροφορία στην κυβέρνηση ότι ο αρχηγός της αντιπολίτευσης είχε την πρόθεση να υποβάλει πρόταση μομφής κατά του υπουργού οικονομικών (Ιούνιος 2005)». Έτσι είχε χαρακτηριστεί ο Μαρκ Φελτ ο οποίος το 1976 είχε αποκαλύψει μέσω δυο δημοσιογράφων το σκάνδαλο Γουότεργκεητ, που ανάγκασε σε παραίτηση τον Ρίτσαρντ Νίξον·
- βρέχω το λαρύγγι μου, πίνω, ξεδιψώ: «αν δεν έβρεχα το λαρύγγι μου, θα ’σκαζα απ’ τη δίψα». Πολλές φορές, το ξεδίψασμα γίνεται με οινοπνευματώδες ποτό: «μόλις έβρεξα το λαρύγγι μου με λίγο ουζάκι, ήρθα και στανιάρισα»·
- δροσίζω το λαρύγγι μου, βλ. συνηθέστ. βρέχω το λαρύγγι μου·
- έβγαλα το λαρύγγι μου, βλ. φρ. μου βγήκε το λαρύγγι·
- έχει ωραίο λαρύγγι, (στη γλώσσα της αργκό) λέγεται για τραγουδιστή ή τραγουδίστρια που είναι καλλίφωνος, καλλίφωνη: «στο τάδε μαγαζί τραγουδάει ένας νέος τραγουδιστής που έχει ωραίο λαρύγγι»·  
- θα σου κόψω το λαρύγγι, θα σε αποκεφαλίσω και, κατ’ επέκταση, θα σε τιμωρήσω πολύ σκληρά, παραδειγματικά: «αν ξαναπειράξεις την αδερφή μου, θα σου κόψω το λαρύγγι»·
- θα σου στρίψω το λαρύγγι, θα σε πνίξω και, κατ’ επέκταση, θα σε τιμωρήσω πολύ σκληρά, παραδειγματικά: «αν ξαναβάλεις στο στόμα σου τ’ όνομα της οικογένειάς μου, θα σου στρίψω το λαρύγγι»·
- θα σου φάω το λαρύγγι, βλ. συνηθέστ. θα σου φάω το καρύδι, λ. καρύδι·
- μου βγήκε το λαρύγγι, φώναζα πάρα πολύ δυνατά, ξελαρυγγίστηκα: «μου βγήκε το λαρύγγι να τον φωνάζω κι αυτός δε μ’ άκουγε»· 
- ξεράθηκε το λαρύγγι μου, βλ. φρ. στέγνωσε το λαρύγγι μου·
- πρώτο λαρύγγι, (ειρωνικά ή θαυμαστικά) γυναίκα που κάνει πάρα πολύ καλό στοματικό έρωτα: «γνώρισα πολλές τσιμπουκλούδες στη ζωή μου, αλλά η τάδε είναι πρώτο λαρύγγι»· βλ. και φρ. χρυσό λαρύγγι·
- στέγνωσε το λαρύγγι μου, α. δίψασα πολύ: «δώσε μου να πιω ένα ποτήρι κρύο νερό, γιατί στέγνωσε το λαρύγγι μου». β. έχω μεγάλη επιθυμία να πιω οινοπνευματώδες ποτό: «πάμε να πιούμε κάνα ουζάκι, γιατί στέγνωσε το λαρύγγι μου»·
- τον πιάνω απ’ το λαρύγγι, α. τον πιέζω φορτικά: «επειδή έμαθε πως είναι καλόψυχος, τον έπιασε απ’ το λαρύγγι για να τον βοηθήσει». β. απαιτώ φορτικά από κάποιον κάτι που μου ανήκει: «αν δεν τον έπιανα απ’ το λαρύγγι, δε θα ’παιρνα πίσω τα δανεικά που του ’χα δώσει»·
- του ’κοψα το λαρύγγι, τον έσφαξα, τον αποκεφάλισα: «πάνω στα νεύρα μου, τράβηξα την κάμα απ’ τη μέση μου και του ’κοψα το λαρύγγι»·
- του ’στριψα το λαρύγγι, τον στραγγάλισα: «πάνω στα νεύρα μου τον έπιασα απ’ το λαιμό και του ’στριψα το λαρύγγι»·
- του ’φαγα το λαρύγγι, βλ. συνηθέστ. του ’φαγα το καρύδι, λ. καρύδι·
- χρυσό λαρύγγι, τραγουδιστής ή τραγουδίστρια με πάρα πολύ καλή φωνή: «το νεοελληνικό τραγούδι έχει να επιδείξει πολλά χρυσά λαρύγγια». Συνών. χρυσή φωνή.