αμορτισέρ, το, άκλ. ουσ. [<γαλλ. amortisseur], το αμορτισέρ· οι καλοσχηματισμένοι γλουτοί γυναίκας, που καταλήγουν σε καλλίγραμμα και δυνατά πόδια: «είναι όμορφη γυναίκα και με πολύ ωραίο αμορτισέρ». Από το ότι το αμορτισέρ είναι ένα εξάρτημα αυτοκινήτου με το οποίο πετυχαίνεται η ελάττωση των κραδασμών·
- δουλεύει αμορτισέρ, (στη γλώσσα της αργκό και για τα δυο φύλα) δέχεται να υποστεί τη σεξουαλική πράξη από πίσω, από τον κώλο: «τέτοιο ωραίο παλικάρι να δουλεύει αμορετισέρ! || όμορφη γυναίκα κι απ’ ό,τι λένε δουλεύει αμορτισέρ». Συνών. δουλεύει αναρτήσεις / δουλεύει εξάτμιση (α) / δουλεύει την πίσω πόρτα·
- πάσχει από αμορτισέρ, (στη γλώσσα της αργκό) α. η γυναίκα για την οποία γίνεται λόγος, δεν έχει καλοσχηματισμένους  γλουτούς, ούτε δυνατά καλλίγραμμα πόδια: «αυτή η γυναίκα έχει όμορφο προσωπάκι και ωραίο στήθος, αλλά πάσχει από αμορτισέρ». β. η γυναίκα για την οποία γίνεται λόγος δε δέχεται να υποστεί τη σεξουαλική πράξη από πίσω, από τον κώλο: «λένε πως είναι καλή στον έρωτα, αλλά δυστυχώς πάσχει από αμορτισέρ». Συνών. πάσχει από αναρτήσεις.