αμόντε κ. αμόντι κ. αμόντο, επίρρ. [<ιταλ. amonte], (στη γλώσσα της αργκό) άδικα, ανώφελα, του κάκου, χαράμι. Χρησιμοποιείται ιδίως στο χαρτοπαίγνιο ή στο μπαρμπούτι·
- αμόντε τα ζάρια, χαλάει αυτή η ζαριά, δεν πιάνεται, δεν ισχύει: «αφού δεν τα μπεγλέρισες καλά, αμόντε τα ζάρια»·
- αμόντε τα χαρτιά, χαλάει αυτή η χαρτωσιά: «δεν ανακάτωσες καλά την τράπουλα, γι’ αυτό αμόντε τα χαρτιά»·
- πάμε αμόντε; συμφωνείτε να χαλάσει αυτή η χαρτωσιά και να μοιράσουμε τα φύλλα από την αρχή (;)· βλ. και φρ. πάμε γι’ άλλα; λ. άλλος·
- πάω αμόντε, αποτυγχάνω: «πήγε αμόντε όλη μου η προσπάθεια»·
- πήγε αμόντε η δουλειά, βλ. λ. δουλειά.