λαμαρίνα, η, ουσ. [<βενετ. lamarin], η λαμαρίνα. 1. μαγειρικό σκεύος, είδος ταψιού με χαμηλά τοιχώματα για ψήσιμο φαγητών ή γλυκών στο φούρνο: «στο φούρνο της ηλεκτρικής είχε μια λαμαρίνα με μοσχαράκι γαρνιρισμένο με πατάτες || έκανε μια λαμαρίνα κουραμπιέδες και την έβαλε στο φούρνο για ψήσιμο». 2. (στη ναυτική γλώσσα) το κατάστρωμα του πλοίου και, κατ’ επέκταση, το πλοίο: «η ζέστη ήταν φοβερή κι αυτός δούλευε πάνω στη λαμαρίνα || έφαγε όλα τα χρόνια του δουλεύοντας πότε στη λαμαρίνα του ενός και πότε στη λαμαρίνα του άλλου εφοπλιστή»·
- δαγκάνω τη λαμαρίνα, ερωτεύομαι με πάθος: «είναι τόσο όμορφη γυναίκα, που, μόλις τη βλέπουν οι άντρες, δαγκάνουν τη λαμαρίνα». (Λαϊκό τραγούδι: κι αν σουρώνω κάθε βράδυ, βρε τσαχπίνα, έχε χάρη, δάγκωσα τη λαμαρίνα
- πάει η λαμαρίνα! (ενν. τη δάγκασε), λέγεται για άτομο που είναι πάρα πολύ ερωτευμένο: «απ’ τη μέρα που τη γνώρισε σ’ ένα πάρτι, πάει η λαμαρίνα!».