Λάζαρος, ο, κύρ. όν. [<Λάζαρος <εβρ. Ἐλεάζαρ <El’azar (= ο Θεός έχει βοηθήσει)], ο Λάζαρος·
- αναστήθηκε σαν τον Λάζαρο, μετά από επικίνδυνη και μακροχρόνια αρρώστια έγινε καλά, σώθηκε: «όλοι το ’χαμε σίγουρο πως θα πεθάνει κι αυτός αναστήθηκε σαν τον Λάζαρο». Αναφορά στον Λάζαρο της Καινής Διαθήκης, τον οποίο ανάστησε ο Χριστός·
- είναι σαν τον Λάζαρο, λέγεται για άτομο που είναι πολύ χλωμό, πολύ αδύνατο και ταλαιπωρημένο, εξουθενωμένο: «θα καταλάβεις αμέσως για ποιον σου λέω, γιατί είναι σαν τον Λάζαρο || μόλις βγήκε απ’ το νοσοκομείο ήταν σαν τον Λάζαρο»·    
- κατά φωνή κι ο Λάζαρος, βλ. λ. φωνή.