κωμωδία, η, ουσ. [<αρχ. κωμωδία], η κωμωδία·
- παίζει κωμωδία, υποκρίνεται για να πετύχει κάποιο σκοπό του: «δεν μπορείς να καταλάβεις πότε μιλάει σοβαρά αυτός ο άνθρωπος και πότε παίζει κωμωδία».