κωλοτσέπη κ. κωλότσεπη, η, ουσ. [<κωλο- + τσέπη], η τσέπη που βρίσκεται στο πίσω μέρος του παντελονιού στο ύψος του γλουτού: «δε βάζει ποτέ το πορτοφόλι του στην κωλοτσέπη, γιατί από κει μπορούν να του το κλέψουν με μεγάλη ευκολία». (Λαϊκό τραγούδι: το χέρι στην κωλότσεπη κι ο νους μου στην αγάπη, μα θα σε θάψω ζωντανό σκληρέ Καπετανάκη
- έχει τα δάκρυα στην κωλοτσέπη του ή έχει το δάκρυ στην κωλοτσέπη του, βλ. λ. δάκρυ·
- πήγε η καρδιά μου στην κωλότσεπη, βλ. λ. καρδιά.