κωλοτούμπα κ. κουλουτούμπα, η, ουσ. [<κωλο- + τούμπα], η κωλοτούμπα·
- κάνω κωλοτούμπες, πέφτω και αρχίζω να κατρακυλώ στο έδαφος περιστρεφόμενος γύρω από τον εαυτό μου: «γλίστρησε στη ρεματιά κι άρχισε να κάνει κωλοτούμπες μέχρι κάτω»·
- κάνω κωλοτούμπες στον αέρα, επιθυμώ πάρα πολύ να αποκτήσω ή να απολαύσω κάτι: «κάνω κωλοτούμπες στον αέρα γι’ αυτό τ’ αυτοκίνητο || κάνω κωλοτούμπες στον αέρα για να πάω μ’ αυτή τη γυναίκα». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το μωρέ·
- κωλοτούμπες στον αέρα να κάνεις! βλ. συνηθέστ. που να χτυπάς τον κώλο σου! λ. κώλος· 
- παίρνω κωλοτούμπες, βλ. φρ. κάνω κωλοτούμπες.