άμμος, η, ουσ. [<αρχ. ἄμμος], η άμμος. Ακούγεται και ο άμμος·
- έγινε αίμα και άμμος, βλ. λ. αίμα·
- θα γίνει αίμα και άμμος, βλ. λ. αίμα·
- μας γάμησε με άμμο ή με γάμησε με άμμο, μου προξένησε μεγάλη, οδυνηρή ζημιά: «δε μου ’φερε τα λεφτά που μου χρωστούσε κι αν δεν περιμένουν μια μέρα στην τράπεζα και σφραγίσουν την επιταγή μου, με γάμησε με άμμο ο άτιμος». Από την εικόνα του ατόμου που υφίσταται τη σεξουαλική πράξη από πίσω, αλλά αντί να του βάλουν σάλιο ή βαζελίνη στον πρωκτό για να μετριάζει τον πόνο, του βάζουν άμμο, οπότε, ο πόνος που νιώθει, είναι πολύ οδυνηρός. Ο πλ. και όταν το άτομο μιλάει μόνο για τον εαυτό του·
- ξέρω πόσο άμμο έχει στα νεφρά του, γνωρίζω πάρα πολύ καλά το ποιόν, το χαρακτήρα του ατόμου για το οποίο γίνεται λόγος: «θα σου πω εγώ τι εστί αυτός ο άνθρωπος, γιατί ξέρω πόσο άμμο έχει στα νεφρά του»·
- σαν την άμμο της θάλασσας, πολύ μεγάλο πλήθος, πολύ μεγάλη ποσότητα: «είχε μαζευτεί τόσος κόσμος, που ήταν σαν την άμμο της θάλασσας || έχει λίρες σαν την άμμο της θάλασσας». Αναφορά στα λόγια του Θεού, όταν έδιωχνε τους Πρωτόπλαστους από τον Παράδεισο: αὐξάνεσθε καί πληθύνεσθε ὡς η ἄμμος τῆς θαλάσσης·
- σπέρνω στην άμμο, ματαιοπονώ: «να πεις του φίλου σου πως, αν δεν έχει λεφτά, να μην ξεκινήσει τη δουλειά που σκέφτεται, γιατί χωρίς λεφτά σπέρνει στην άμμο». (Λαϊκό τραγούδι: λες κι οργώνω μες τα βράχια, λες και σπέρνω μες την άμμο και δική μου να σε κάνω δεν μπορώ). Συνών. αλωνίζω στο πέλαγο·
- στη θάλασσα να τον στείλεις, άμμο δε βρίσκει, βλ. λ. θάλασσα·
- χτίζω κάστρα στην άμμο, βλ. φρ. χτίζω στην άμμο. (Τραγούδι: στην άμμο χτίζαμε κάστρα ψηλά που πέφταν στο πρώτο το κύμα)·
- χτίζω πύργους στην άμμο, βλ. φρ. χτίζω στην άμμο·
- χτίζω στην άμμο, οικοδομώ, δημιουργώ πάνω σε σαθρές βάσεις, ματαιοπονώ. (Λαϊκό τραγούδι: είναι κακό στην άμμο να χτίζεις παλάτια, ο βοριάς θα στα κάνει συντρίμμια κομμάτια). Συνών. χτίζω στον αέρα.