αμέτι, μόνο στις φρ. αμέτι Μουχαμέτι ή αμέτι Μοχαμέτι, [<τουρκ. amet Muhammad (= Μωάμεθ)] ή αμέτι μουχαμπέτι [<τουρκ. amet muhabbet (= κουβεντολόι)], επίρρ., με το έτσι θέλω, ετσιθελικά, πεισματικά: «το πας αμέτι μουχαμέτι να μαλώσουμε»· βλ. και λ. μουχαμπέτι.