Κυριακή, η, πλ. Κυριακές κ. Κυριακάδες, οι, ουσ. [<μτγν. Κυριακή (ενν. ημέρα), θηλ. του επιθ. κυριακός <Κύριος (= ο Θεός)], η Κυριακή. (Λαϊκό τραγούδι: στους απάνω μαχαλάδες πάνε πέντε Κυριακάδες που δε βγαίνεις να σε δούνε τα παιδιά
- Κυριακή κοντή γιορτή, λέγεται σε περίπτωση που εκ των πραγμάτων δε θα αργήσει να αποκαλυφθεί κάτι, να διευθετηθεί μια εκκρεμότητα ή να γίνει κάτι σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα: «μη βιάζεστε, ρε παιδιά, γιατί αύριο που θα ’ρθει ο τάδε, θα μας πει πώς ακριβώς έγιναν τα πράγματα, κι έτσι, Κυριακή κοντή γιορτή». Συνών. κοντός ψαλμός αλληλούια·
- όλη η βδομάδα του γαμπρού κι η Κυριακή της νύφης, βλ. λ. νύφη·
- της Κυριακής χαρά και της Δευτέρας λύπη, λέγεται συνήθως για ευτελές αντικείμενο, που έχει μικρή διάρκεια, που έχει μικρή αντοχή και γενικά για εφήμερα πράγματα: «από καθαρή τσιγκουνιά αγόρασε ένα παλιοαυτοκίνητο, αλλά της Κυριακής χαρά και της Δευτέρας λύπη, γιατί μέσα σε μικρό χρονικό διάστημα διαλύθηκε»·
- τις Κυριακές, κάθε Κυριακή, όλες τις Κυριακές: «τις Κυριακές κάθομαι στο σπίτι και χαίρομαι την οικογένειά μου».