κυκλοφορώ κ. κυκλοφοράω, ρ. [<αρχ. κυκλοφορέομαι-οῦμαι (= κινούμαι κυκλικά)], κυκλοφορώ. 1. κινούμαι με τα πόδια, ιδίως με το αυτοκίνητό μου στους δρόμους της πόλης: «υπήρχε πολύς κόσμος στην αγορά και δεν μπορούσα να κυκλοφορήσω || με τόση κίνηση που υπάρχει στους δρόμους δεν είναι για να κυκλοφορείς με τ’ αυτοκίνητό σου». 2. κάνω την εμφάνισή μου, πηγαίνω στα γνωστά στέκια, επιδεικνύομαι: «απ’ τη μέρα που παντρεύτηκε, έπαψε να κυκλοφορεί μαζί μας || τώρα που τα ’φτιαξε με καινούρια γκόμενα, κυκλοφορεί συνέχεια εκεί που συχνάζουμε για να μας την κάνει μόστρα». (Λαϊκό τραγούδι: ο πενηντάρης, ο πενηντάρης είναι ένας νέος της εποχής, κυκλοφοράει σαν εικοσάρης κι είναι ωραίος σαν εραστής). 3. κάνω την εμφάνισή μου τη νύχτα για να διασκεδάσω στα νυχτερινά κέντρα ή συνήθως για άλλες παράνομες δραστηριότητες: «κυκλοφορεί στα μπαράκια της παραλίας || κυκλοφορεί μέχρι τις πρωινές ώρες με κάτι ύποπτους τύπους». (Λαϊκό τραγούδι: της κοινωνίας ναυαγός και της ζωής αμαρτωλός, νύχτα σε νύχτα κυκλοφορώ κι όλο πιο κάτω κατρακυλώ). 4. παρουσιάζομαι με κάποιο ψεύτικο όνομα ή με κάποια ψεύτικη ιδιότητα: «τον ψάχνει η αστυνομία, γι’ αυτό κυκλοφορεί με τ’ όνομα Σταμάτης || είναι ηλεκτρολόγος, αλλά κυκλοφορεί σαν γιατρός, γιατί αυτό ήταν το μεράκι του». 5. (για εμπορεύματα) διακινώ, διακινούμαι: «έχει πάρει μια αντιπροσωπεία και κυκλοφορεί πολλά είδη στην αγορά || το νέο μας προϊόν κυκλοφορεί ικανοποιητικά». 6. διαδίδω, διαδίδομαι: «γιατί κυκλοφορείς τέτοια ψέματα για μένα; || κυκλοφορούν πολλά άσχημα για σένα τον τελευταίο καιρό». 7. υπάρχει επιδημία: «κυκλοφορεί ένας καινούριος ιός γρίπης»·
- κυκλοφορεί η μπάλα, (στη γλώσσα του ποδοσφαίρου) από τους παίχτες της ίδιας ομάδας γίνεται ομαδικό παιχνίδι: «ο προπονητής μας πολύ χαίρεται όταν βλέπει να κυκλοφορεί η μπάλα»·
- κυκλοφορεί η φήμη, βλ. λ. φήμη·
- κυκλοφορεί στην πιάτσα, βλ. λ. πιάτσα·
- κυκλοφορεί στις φλέβες του (κάποιος), βλ. λ. φλέβα·
- να κυκλοφορεί! προτρεπτική έκφραση στο άτομο που δίνουμε το τσιγαρλίκι από το οποίο πήραμε τη ρουφηξιά μας με την έννοια, να το δώσει στο επόμενο άτομο της ομήγυρης για τον ίδιο σκοπό, μόλις πάρει και αυτό τη ρουφηξιά του. Συνήθως της φρ. προτάσσεται το έλα. Συνών. να γυρίζει!