αμερικανάκι, το, ουσ. [υποκορ. του ουσ. Αμερικανός]. 1. ο μικρός ή ο νεαρός Αμερικανός. 2. άνθρωπος ευκολόπιστος, αφελής, κουτός, το κορόιδο: «θέλησε να μας κάνει τον έξυπνο, αλλά αποδείχτηκε σκέτο αμερικανάκι»·
- μοιάζουμε γι’ αμερικανάκια; λέγεται ειρωνικά σε κάποιον, όταν καταλάβουμε πως επιδιώκει να μας κοροϊδέψει, να μας ξεγελάσει, να μας εξαπατήσει: «μοιάζουμε γι’ αμερικανάκια, που θέλεις να σου δώσω τόσα λεφτά χωρίς καμιά εγγύηση!». Συνήθως συνοδεύεται από χειρονομία με την οποία ο δείκτης αγγίζοντας λίγο κάτω από το μάτι, πιέζει ελαφρά το δέρμα προς τα κάτω για να ανοίξει περισσότερο το μάτι υπονοώντας με αυτή την κίνηση πως προσπαθούμε να δούμε καλύτερα αυτόν επιχειρεί να μας κοροϊδέψει, να μας ξεγελάσει, να μας εξαπατήσει. Ο πλ. και όταν το άτομο μιλάει μόνο για τον εαυτό του·
- τον περνώ γι’ αμερικανάκι, τον θεωρώ αφελή, κουτό, είμαι σίγουρος πως θα τον κοροϊδέψω, πως θα τον ξεγελάσω, πως θα τον εξαπατήσω: «τον πέρασα γι’ αμερικανάκι, αλλά ο τύπος αποδείχτηκε αετός»·
- τον πιάνω αμερικανάκι, τον κοροϊδεύω, τον ξεγελώ, τον εξαπατώ: «είχε ένα αλισβερίσι με τον τάδε και τον έπιασε αμερικανάκι». Από το ότι, παλιότερα, όταν ερχόταν ο αμερικάνικος στόλος στα ελληνικά λιμάνια, ιδίως του Πειραιά και της Θεσσαλονίκης, υπήρχε ένας ολόκληρος κύκλος ανθρώπων από πόρνες μέχρι ψιλικατζήδες, που ξεγελούσαν τους μεθυσμένους ναύτες και τους έπαιρναν τα λεφτά τους. (Λαϊκό τραγούδι: ρίχνανε το μανιτάρι μια βραδιά με το φεγγάρι, πιάσανέ ’ναν ’μερικάνο στη μανίτα σαν το χάννο).