κριτής, ο, ουσ. [<αρχ. κριτής], ο κριτής·
- ο Μέγας Κριτής, ο Θεός: «την τελευταία λέξη για όλους μας έχει πάντα ο Μέγας Κριτής || όλοι μας θα σταθούμε κάποτε μπροστά στο Μέγα Κριτή»·
- ο χρόνος είναι ο μεγαλύτερος κριτής, λέγεται ιδίως για έργα τέχνης που η πραγματική αξία τους θα φανεί, αν θα αντέξουν στο χρόνο, αν θα έχουν διαχρονική αξία: «είναι μεγάλος δημοσιοσχεσίτης, γι’ αυτό κι οι κριτικοί του έγραψαν καλές κριτικές για το τελευταίο του βιβλίο, σαν να μην ξέρει πως ο χρόνος είναι ο μεγαλύτερος κριτής».