κρεπάρω1, ρ. [<ιταλ. crepare]. 1. σκάω από μεγάλη στενοχώρια, φτάνω στα όρια της αντοχής μου, πεθαίνω: «έμαθε πως ο γιος του είναι μπλεγμένος με ναρκωτικά και κινδυνεύει να κρεπάρει ο φουκαράς || πώς να μην κρεπάρει ο άνθρωπος μ’ όλες αυτές τις αδικίες που βλέπει να γίνονται γύρω του!». (Λαϊκό τραγούδι: κυρ-Μαυρομίχο, πεθαίνω, βήχω. Δος μου να πάω να κοιταχτώ. -Είσαι χτικιάρης κι άμα κρεπάρεις,εγώ πώς θα ξεπλερωθώ;).2. δεν αντέχω την ψυχολογική πίεση που υφίσταμαι, διαλύομαι: «του ’πεσαν όλες οι στενοχώριες μαζί και θα κρεπάρει ο άνθρωπος || έπεσε πάνω στον καναπέ μ’ όλο του το βάρος και κρέπαραν οι σούστες». (Λαϊκό τραγούδι: διαζύγιο θα πάρω, πριν με κάνεις να κρεπάρω). 3. τεντώνομαι, τσιτώνομαι: «αφού το πήρες ένα νούμερο μικρότερο, ήταν σίγουρο πως το φουστάνι θα κρεπάρει στους γοφούς»·
- πάω να κρεπάρω, κινδυνεύω να σκάσω από μεγάλη στενοχώρια, κινδυνεύω να διαλυθώ από την ψυχολογική πίεση που υφίσταμαι: «έχω τόσα πολλά προβλήματα τον τελευταίο καιρό, που πάω να κρεπάρω». (Λαϊκό τραγούδι: δώδεκα και πέντε και πάω να κρεπάρω κι από το κακό μου θα σκάσω, δεν μπορώ, άραγε πού να ’ναι να πάω να την πάρω, δώδεκα και πέντε κι ακόμα καρτερώ).