κρεατόμυγα,
η, ουσ.
[<κρεατόμυια <κρέας + μυία], η κρεατόμυγα· άνθρωπος πολύ φορτικός, πολύ
ενοχλητικός: «πρόσεχε μη σε κολλήσει ο τάδε, γιατί είναι σκέτη κρεατόμυγα»·
- μου
’γινε κρεατόμυγα, βλ. φρ. μου κόλλησε σαν κρεατόμυγα·
- μου
κόλλησε σαν κρεατόμυγα, προσκολλήθηκε
φορτικά επάνω μου για να αποκομίσει διάφορα υλικά οφέλη ή για να κάνει την
εμφάνισή του δίπλα μου και να προβληθεί ή πιο απλά επειδή δεν έχει άλλη παρέα:
«απ’ τη μέρα που μου ’πεσε το λαχείο, μου κόλλησαν όλοι σαν κρεατόμυγες ||
θέλει να κάνει τον γνωστό μέσα στη νύχτα και μου κόλλησε σαν κρεατόμυγα ||
επειδή τον έχουν κάνει όλοι πέρα, μου κόλλησε σαν κρεατόμυγα». Από την εικόνα
της κρεατόμυγας που, όταν πέσει πάνω στο κρέας για να απομυζήσει αίμα ή για να
γεννήσει τα αβγά της, φεύγει πάρα πολύ δύσκολα. Συνών. μου κόλλησε σαν
αλογόμυγα / μου κόλλησε σαν βδέλλα / μου κόλλησε σαν βεντούζα / μου κόλλησε
κολλητσίδα / μου κόλλησε σαν στρείδι / μου κόλλησε σαν τσίκλα / μου κόλλησε σαν
τσιμπούρι / μου κόλλησε σαν τσιρότο / μου κόλλησε σαν τσίχλα.