κρατώ κ. κρατάω, ρ. [<αρχ. κρατῶ], κρατώ. 1. έχω επάνω μου κάτι: «δεν κρατώ χρήματα». 2. φροντίζω, προσέχω, φυλάω: «όσο καιρό θα λείπεις, θα κρατώ εγώ τα παιδιά || δεν μπορείς να κρατήσεις ούτε ένα μυστικό. 3. διατηρώ: «μπορεί να χωρίσαμε, αλλά κρατάμε καλές σχέσεις || ακόμη και στις πιο δύσκολες καταστάσεις, έχω μάθει να κρατώ την αξιοπρέπειά μου». (Λαϊκό τραγούδι: πήρα τις θάλασσες για να σε ζήσω και σαν κυρία να σε κρατήσω). 4. εξουσιάζω, παίρνω μαζί μου: «μετά το διαζύγιο κράτησε αυτός τα παιδιά». 5. εμποδίζω, αφοπλίζω κάποιον: «αν δεν τον κράταγαν, θα είχε χυμήξει πάνω του». 6. επιβλέπω ή διευθύνω: «κρατώ το τάδε μαγαζί». 7. συγκρατώ: «πάρε άλλο πανωφόρι, γιατί αυτό δεν κρατάει το κρύο». 8. θέτω υπό κράτηση: «τον κράτησαν πέντε μέρες στην Ασφάλεια». 9. (από σωματική άποψη ή από άποψη υγείας) διατηρούμαι καλά: «παρά την ηλικία σου κρατάς μια χαρά». 10. αντέχω, υπομένω: «κράτα λιγάκι ακόμα κι όλα θα πάνε καλά || φοβάμαι πως αυτό που έβαλες από κάτω δε θα κρατήσει και θα πέσει όλη μαζί η κατασκευή». (Λαϊκό τραγούδι: δεν κράτησα,δεν κράτησα στο τέλος παραστράτησα). 11. συγγενεύω, έχω τις ρίζες μου: «αυτός κρατάει από μεγάλη οικογένεια». (Λαϊκό τραγούδι: δε ρωτώ ποια είσαι κι από πού κρατάς, κι ούτε συ για μένα θέλω να ρωτάς). 12. κατάγομαι: «είναι αλήθεια ότι κρατάς απ’ τη Θεσσαλονίκη;». 13. χρονολογούμαι: «αυτή η υπόθεση κρατάει από πολύ παλιά». 14. στην προστακτ. κράτα, κάνε κουράγιο, άντεξε: «κράτα, γιατί όπου να ’ναι θα φτιάξουν τα πράγματα». (Λαϊκό τραγούδι: κάνε υπομονή και κράτα και στο δύσκολο το δρόμο με χαμόγελο περπάτα). 15. στο γ΄ εν. κρατάει (βλ. λ.). (Ακολουθούν 167 φρ.)·
- αν κρατάει ο κώλος σου, έλα ή αν σου κρατάει ο κώλος, έλα, βλ. λ. κώλος·
- αν κρατάνε τα κότσια σου, έλα ή αν σου κρατάνε τα κότσια, έλα, βλ. λ. κότσι·
- αν κρατάς, έλα ή αν σου κρατάει, έλα, βλ. συνηθέστ. αν βαστάς, έλα ή αν σου βαστάει, έλα, λ. βαστώ·
- από πού κρατάει η σκούφια του; βλ. λ. σκούφια·
- αυτά που κρατάς, θα στα βάλω εκεί που ξέρεις (ενν. στον κώλο σου και συνήθως ενν. λεφτά), βλ. λ. ξέρω·
- αυτά που κρατάς, θα στα βάλω στον κώλο σου (συνήθως ενν. λεφτά), βλ. λ. κώλος·
- αυτά που κρατάς, θα στα χώσω στον κώλο σου (συνήθως ενν. λεφτά), βλ. λ. κώλος·
- αυτά που κρατάς, να τα βάλεις εκεί που ξέρεις (ενν. στον κώλο σου και συνήθως ενν. λεφτά), βλ. λ. ξέρεις·
- αυτά που κρατάς, να τα βάλεις στον κώλο σου (συνήθως ενν. λεφτά), βλ. λ. κώλος·
- αυτά που κρατάς, να τα χώσεις στον κώλο σου (συνήθως ενν. λεφτά), βλ. λ. κώλος·
- αυτή η κολόνια κρατάει χρόνια, βλ. λ. κολόνια·
- αυτό που κρατάς, θα στο βάλω εκεί που ξέρεις (ενν. στον κώλος σου), βλ. λ. κώλος·
- αυτό που κρατάς, θα στο βάλω στον κώλο σου, βλ. λ. κώλος·
- αυτό που κρατάς, θα στο χώσω εκεί που ξέρεις (ενν. στον κώλο σου), βλ. λ. ξέρω·
- αυτό που κρατάς, θα στο χώσω στον κώλο σου, βλ. λ. κώλος·
- αυτό που κρατάς, να το βάλεις εκεί που ξέρεις (ενν. στον κώλο σου), βλ. λ. ξέρω·
- αυτό που κρατάς, να το βάλεις στον κώλο σου, βλ. λ. κώλος·
- αυτό που κρατάς, να το χώσεις εκεί που ξέρεις (ενν. στον κώλο σου), βλ. λ. ξέρω·
- αυτό που κρατάς, να το χώσεις στον κώλο σου, βλ. λ. κώλος·
- γίνε προφήτης και κράτα τα μισά, βλ. λ. προφήτης·
- δάσκαλε που δίδασκες και λόγο δεν εκράτεις ή δάσκαλε που δίδασκες και νόμο δεν εκράτεις, βλ. λ. δάσκαλος·
- δε με κρατάει (κάποιος ή κάτι), έπαψα να με ενδιαφέρει: «απ’ τη μέρα που με απάτησες δε με κρατάς άλλο». (Λαϊκό τραγούδι: μην ξαναπερνάς, μην ξαναρωτάς, σ’ έχω κάνει πέρα και πια δε με κρατάς!
- δε με κρατάει τίποτα (κάπου), δεν υπάρχει κάτι που να με ενδιαφέρει, κάτι που να ξυπνάει το ενδιαφέρον και την επιθυμία μου να εξακολουθήσω να παρευρίσκομαι κάπου: «δε με κρατάει τίποτα στο χωριό, γιατί δεν υπάρχει καμιά προοπτική να καλυτερεύσω τη ζωή μου || δε με κρατάει τίποτα πια κοντά σου»·
- δε με κρατούν τα πόδια μου, βλ. λ. πόδι·
- δεν κράτησα, δεν άντεξα: «ενώ είχα υποσχεθεί στον εαυτό μου πως δε θα ξαναπιώ, όταν βρέθηκα στο μπαράκι με τους φίλους μου δεν κράτησα και ήπια». (Λαϊκό τραγούδι: δεν κράτησα, δεν κράτησα στη ζάλη παραστράτησα, σάπιο σανίδι πάτησα γι’ αυτό και παραστράτησα
- δεν κρατώ λεφτά απάνω μου ή δεν κρατώ απάνω μου λεφτά, βλ. λ. λεφτά·
- δεν κρατώ ονόματα, βλ. λ. όνομα·
- δεν κρατώ τη γλώσσα μου, βλ. λ. γλώσσα·
- δεν κρατώ χρήματα απάνω μου ή δεν κρατώ απάνω μου χρήματα, βλ. λ. χρήμα·
- δεν μπορεί να κρατήσει παιδί, βλ. λ. παιδί·
- δεν ξέρει κανείς από πού κρατάει η σκούφια του, βλ. λ. σκούφια·
- δώσ’ μου, κυρά, τον άντρα σου κι εσύ κράτα τον κόπανο, βλ. λ. κόπανος·
- εγώ κρατώ την κλείδα (το κλειδί)μου και άλλος την καλύβα μου, βλ. λ. καλύβα·
- είναι (για) να κρατάς τη μύτη σου, βλ. λ. μύτη·
- εκείνος που κρατάει τον αετό απ’ την ουρά και τη γυναίκα απ’ το λόγο της, δεν κρατάει τίποτα, βλ. λ. γυναίκα·
- η αλεπού με το παιδί της ένα δέρμα κρατούνε, βλ. λ. αλεπού·
- θα κρατήσει πολύ ακόμη αυτό το βιολί; βλ. λ. βιολί·
- καλός ο αγιασμός, αλλά κράτα και μια γάτα, βλ. λ. γάτα·
- κι ο χορός καλά κρατεί, βλ. λ. χορός·
- κρατά η πλάτη του ή κρατάνε οι πλάτες του, βλ. λ. πλάτη·
- κράτα καρδιά μου! βλ. λ. καρδιά·
- κράτα με να σε κρατώ ν’ ανεβούμε το βουνό, βλ. λ. βουνό·
- κράτα ώρα, βλ. λ. ώρα·
- κρατάει από ράτσα, βλ. λ. ράτσα·
- κρατάει από (μεγάλο) σόι, βλ. λ. σόι·
- κρατάει από (μεγάλο) τζάκι, βλ. λ. τζάκι·
- κρατάει στο χέρι την κουτάλα, βλ. λ. χέρι·
- κρατάει τα δράμια και χάνει τα καντάρια, βλ. λ. καντάρι·
- κρατάει τα σκήπτρα, βλ. λ. σκήπτρο·
- κρατάει τον πάπα απ’ τ’ αρχίδια! βλ. λ. πάπας·
- κρατάει τον πάπα απ’ τα γένια! βλ. λ. πάπας·
- κρατάει τους τύπους, βλ. λ. τύπος·
- κρατάει φανάρι, βλ. λ. φανάρι·
- κρατάνε τα κότσια του, βλ. λ. κότσι·
- κρατάνε τα χέρια του, βλ. λ. χέρι·
- κρατήσου καλά! βλ. λ. καλός·
- κρατώ αβάντα (σε κάποιον), βλ. λ. αβάντα·
- κρατώ αβάντα (κάτι), βλ. λ. αβάντα·
- κρατώ ακομπανιαμέντο, βλ. λ. ακομπανιαμέντο·
- κρατώ αμανάτι, βλ. λ. αμανάτι·
- κρατώ άμυνα, βλ. λ. άμυνα·
- κρατώ από φλέβα, βλ. λ. φλέβα·
- κρατώ απόσταση (από κάτι), βλ. λ. απόσταση·
- κρατώ απουσιολόγιο, βλ. λ. απουσιολόγιο·
- κρατώ βιβλία, βλ. λ. βιβλίο·
- κρατώ γερά, βλ. λ. γερός·
- κρατώ για ρεζέρβα ή κρατώ ρεζέρβα, βλ. λ. ρεζέρβα·
- κρατώ γινάτι, βλ. λ. γινάτι·
- κρατώ επαφή ή κρατώ επαφές (με κάποιον), βλ. λ. επαφή·
- κρατώ εφεδρείες δυνάμεων, βλ. λ. εφεδρεία·
- κρατώ θέση, βλ. λ. θέση·
- κρατώ ίσες αποστάσεις, βλ. λ. απόσταση·
- κρατώ κακία, βλ. λ. κακία·
- κρατώ καραούλι, βλ. λ. καραούλι·
- κρατώ κλειστά τα φύλλα μου ή κρατώ τα φύλλα μου κλειστά, βλ. λ. φύλλο·
- κρατώ κλειστά τα χαρτιά μου ή κρατώ τα χαρτιά μου κλειστά, βλ. λ. χαρτί·
- κρατώ κόντρα, βλ. λ. κόντρα·
- κρατώ λόγια, βλ. λ. λόγος·
- κρατώ μακριά μου (κάποιον ή κάτι), βλ. λ. μακριά·
- κρατώ μέσα μου (κάτι), βλ. λ. μέσα·
- κρατώ μούτρα, βλ. λ. μούτρο·
- κρατώ μυστικό, βλ. λ. μυστικός·
- κρατώ ουδέτερη στάση, βλ. λ. στάση·
- κρατώ πείσμα, βλ. λ. πείσμα·
- κρατώ πισινή, βλ. λ. πισινή·
- κρατώ πόζα, βλ. λ. πόζα·
- κρατώ σε απόσταση, βλ. λ. απόσταση·
- κρατώ σιγήν ιχθύος, βλ. λ. ιχθύς·
- κρατώ σκληρή γραμμή, βλ. λ. γραμμή·
- κρατώ σκληρή στάση, βλ. λ. στάση·
- κρατώ στάση, βλ. λ. στάση·
- κρατώ στάση αναμονής, βλ. λ. στάση·
- κρατώ στα υπόψη (μου), βλ. λ. υπόψη·
- κρατώ στα χέρια μου, βλ. λ. χέρι·
- κρατώ στην επιφάνεια, βλ. λ. επιφάνεια·
- κρατώ στο μυαλό μου, βλ. λ. μυαλό·
- κρατώ στο νου μου, βλ. λ. νους·
- κρατώ στο συρτάρι, βλ. λ. συρτάρι·
- κρατώ τ’ όνομα (κάποιου), βλ. λ. όνομα·
- κρατώ τα βιβλία (κάποιου), βλ. λ. βιβλίο·
- κρατώ τα γέλια μου, βλ. λ. γέλιο·
- κρατώ τα δάκρυά μου, βλ. λ. δάκρυ·
- κρατώ τα ηνία, βλ. λ. ηνία·
- κρατώ τα κλειδιά, βλ. λ. κλειδί·
- κρατώ τα κόζια, βλ. λ. κόζι·
- κρατώ τα μάτια μου ανοιχτά ή κρατώ ανοιχτά τα μάτια μου, βλ. λ. μάτι·
- κρατώ τα μάτια μου κλειστά ή κρατώ κλειστά τα μάτια μου, βλ. λ. μάτι·
- κρατώ τα μπόσικα, βλ. λ. μπόσικος·
- κρατώ τα προσχήματα, βλ. λ. πρόσχημα·
- κρατώ τεντωμένη την κλωστή, βλ. λ. κλωστή·
- κρατώ τεφτέρι, βλ. λ. τεφτέρι·
- κρατώ τη γλώσσα μου, βλ. λ. γλώσσα·
- κρατώ τη γραμμή μου, βλ. λ. γραμμή·
- κρατώ τη θέση μου, βλ. λ. θέση·
- κρατώ τη μύτη μου, βλ. λ. μύτη·
- κρατώ τη σημαία ψηλά ή κρατώ ψηλά τη σημαία, βλ. λ. σημαία·
- κρατώ την αναπνοή μου, βλ. λ. αναπνοή·
- κρατώ την ανάσα μου, βλ. λ. ανάσα·
- κρατώ την κοιλιά μου απ’ τα γέλια ή κρατώ την κοιλιά μου απ’ το γέλιο, βλ. λ. γέλιο·
- κρατώ την ταυτότητά μου, βλ. λ. ταυτότητα·
- κρατώ την υπόσχεσή μου ή κρατώ τις υποσχέσεις μου, βλ. λ. υπόσχεση·
- κρατώ τιμόνι, βλ. λ. τιμόνι·
- κρατώ τις αποστάσεις, βλ. λ. απόσταση·
- κρατώ το γκέμι ή κρατώ τα γκέμια, βλ. λ. γκέμι·
- κρατώ το ίσο, βλ. λ. ίσος·
- κρατώ το κεφάλι χαμηλά ή κρατώ χαμηλά το κεφάλι, βλ. λ. κεφάλι·
- κρατώ το κεφάλι ψηλά ή κρατώ ψηλά το κεφάλι, βλ. λ. κεφάλι·
- κρατώ το κλειδί του μυστηρίου, βλ. λ. κλειδί·
- κρατώ (το) λογαριασμό, βλ. λ. λογαριασμός·
- κρατώ το λόγο μου, βλ. λ. λόγος·
- κρατώ το μέτωπο ψηλά ή κρατώ ψηλά το μέτωπο, βλ. λ. μέτωπο·
- κρατώ το παιδί, βλ. λ. παιδί·
- κρατώ το ρυθμό, βλ. λ. ρυθμός·
- κρατώ το σταυρό του μαρτυρίου, βλ. λ. σταυρός·
- κρατώ το στόμα μου κλειστό ή κρατώ κλειστό το στόμα μου, βλ. λ. στόμα·
- κρατώ το τιμόνι, βλ. λ. τιμόνι·
- κρατώ το χρόνο, βλ. λ. χρόνος·
- κρατώ τον όρκο μου, βλ. λ. όρκος·
- κρατώ τουπέ, βλ. λ. τουπέ·
- κρατώ τσίλιες, βλ. λ. τσίλια·
- κρατώ υπό μάλης, βλ. λ. μάλη·
- κρατώ χαρακτήρα, βλ. λ. χαρακτήρας·
- κρατώ χρόνο, βλ. λ. χρόνος·
- κρατώ ώρα, βλ. λ. ώρα·
- μας κρατάει ύφος, βλ. λ. ύφος·
- όπου ακούς πολλά κεράσια, κράτα και μικρό καλάθι, βλ. λ. κεράσι·
- όταν ο Θεός πετούσε μυαλά, αυτός κρατούσε ομπρέλα, βλ. λ. Θεός·
- πώς κρατώ, ένας Θεός το ξέρει! βλ. λ. Θεός·
- στο τιμόνι που κρατώ, βλ. λ. τιμόνι·
- τα κρατώ (ενν. τα λεφτά μου), δεν τα ξοδεύω, τα αποταμιεύω: «δε σου φταίει η ζωή ούτε η κοινωνία, γιατί, όταν εγώ σου έλεγα να τα κρατάς, εσύ τα σπαταλούσες». (Λαϊκό τραγούδι: ας ήμουνα λίγο σφιχτή, φίλοι, να τα κρατούσα,τη φτώχεια να χαιρέταγα μποέμικα να ζούσα)·  
- τα κρατώ μέσα μου, βλ. λ. μέσα·
- την αλήθεια πάντα κράτει και το ψέμα ας έχει αλάτι, βλ. λ. αλήθεια·
- της καρδιάς το κλειδί ο λόγος το κρατεί, βλ. λ. καρδιά·
- το θαύμα κρατάει τρεις μέρες, βλ. λ. θαύμα·
- το κρατάει για την τιμή του αντρού της, βλ. λ. τιμή·
- το κρατάει μανιάτικο, βλ. λ. μανιάτικος·
- το κρατώ, έχω εντυπωμένο στο μυαλό μου κάτι, ιδίως κακό, που μου έκανε κάποιος, για να του το ανταποδώσω: «να του πεις πως το κρατώ αυτό που είπε για μένα και δε θα περάσει έτσι»·
- το κρατώ μέσα μου, βλ. λ. μέσα·
- τον αποβραδινό θυμό κράτα τον για το πουρνό, βλ. λ. θυμός·
- τον κρατώ, βλ. φρ. τον κρατώ στο χέρι, λ. χέρι·
- τον κρατώ γερά, βλ. λ. γερός·
- τον κρατώ ενήμερο, βλ. λ. ενήμερος·
- τον κρατώ σε απόσταση, βλ. λ. απόσταση·
- τον κρατώ στο χέρι, βλ. λ. χέρι·
- του κρατώ γινάτι, βλ. λ. γινάτι·
- του κρατώ κάκια, βλ. λ. κάκια·
- του κρατώ κακία, βλ. λ. κακία·
- του κρατώ μούτρα, βλ. λ. μούτρο·
- του κρατώ πείσμα, βλ. λ. πείσμα·
- του κρατώ τα γκέμια, βλ. λ. γκέμι·
- του κρατώ τα λουριά (το λουρί), βλ. λ. λουρί·
- του το κρατώ αμανάτι, βλ. λ. αμανάτι.