κρατιέμαι, ρ. [<κρατώ], κρατιέμαι. 1. έχω χρήματα: «δεν ξέρω πόσο πλούσιος είναι, αλλά, απ’ ό,τι ξέρω, κρατιέται». 2. είμαι καλά στην υγεία μου: «παρ’ όλη την ηλικία του κρατιέται ο παππούς μας». 3. συγκρατούμαι: «κρατιόμουν να μην κλάψω, όταν τον είδα σε τέτοιο χάλι || κρατιόμουν να μη γελάσω, όταν τον είδα να πέφτει μέσα στις λάσπες». 4. αντέχω σε κάποια δοκιμασία: «παρ’ όλη τη φτώχεια που τον δέρνει, κρατιέται κι αγωνίζεται με θάρρος». (Λαϊκό τραγούδι: φτωχέ πατέρα τι τραβάς και πώς κρατιέσαι ακόμα στον κόσμο αυτόν που κυβερνά το μίσος και το ψέμα πικρό το βγάζεις το ψωμί με ίδρωτα και αίμα
- δεν έχω από πού να κρατηθώ, δεν έχω κάποιο στήριγμα, βοηθό, βοήθεια: «απ’ τη μέρα που χρεοκόπησα, δεν έχω από πού να κρατηθώ». (Λαϊκό τραγούδι: όταν από κοντά μου πια θα έχεις φύγει κι εγώ δεν θα ’χω από πού να κρατηθώ, κι αυτή τη νύχτα που θαρρώ πως θα χαθώ)· 
- δεν κρατιέμαι, νιώθω μεγάλη ανυπομονησία: «απ’ τη μέρα που αρραβωνιάστηκε η κόρη μου, δεν κρατιέμαι να τη δω και νυφούλα»·
- δεν κρατιέται με τίποτα, βλ. λ. τίποτα·
- δεν κρατιέται ούτε μ’ αλυσίδες, βλ. λ. αλυσίδα·
- κρατιέμαι καλά, βλ. λ. καλός·
- κρατιέμαι μια χαρά, βλ. λ. χαρά·
- κρατιέσαι καλά; βλ. λ. καλός·
- πώς κρατιέμαι, ένας Θεός το ξέρει! βλ. λ. Θεός.