κουρτίνα, η, ουσ. [<ιταλ. cortina], η κουρτίνα. 1. υφασμάτινο παραπέτασμα: «κατά την ψηφοφορία οι κάλπες βρίσκονται πίσω από κουρτίνες». 2. στον πλ. οι κουρτίνες, (στη γλώσσα της αργκό) τα βλέφαρα: «δεν μπορούσε να κρατήσει άλλο τις κουρτίνες του κι έπεσε για ύπνο». Υποκορ. κουρτινάκι, το (βλ. λ.) κ. κουρτινούλα, η·
- κατεβάζω τις κουρτίνες, δεν μπορώ να κρατήσω τα μάτια μου ανοιχτά, νυστάζω πάρα πολύ: «ήταν τόσο ανούσια η διάλεξη, που, μόλις κατέβασα τις κουρτίνες, σηκώθηκα κι έφυγα»· βλ. και φρ. ρίχνω τις κουρτίνες·
- πίσω απ’ την κουρτίνα, α. κρυφά, μυστικά: «όλες του τις ενέργειες τις κάνει πίσω απ’ την κουρτίνα». β. με αδιαφανείς διαδικασίες: «η ανάθεση του έργου δόθηκε στον εργολάβο πίσω απ’ την κουρτίνα». Από την εικόνα του ψηφοφόρου που ψηφίζει πίσω από την κουρτίνα, όπου βρίσκεται η κάλπη, κι έτσι κανείς δε γνωρίζει τι ψήφισε. Συνών. κάτω απ’ το τραπέζι / πίσω απ’ το παραβάν·
- ρίχνω τις κουρτίνες, παύω να μιλώ, να συμμετέχω σε μια παρέα, απομονώνομαι: «όποτε θυμώνει με κάποιον ρίχνει τις κουρτίνες και δε βγάζει λέξη»· βλ. και φρ. κατεβάζω τις κουρτίνες·
- το δώρο ή την κουρτίνα; έκφραση με την οποία πειράζουμε με φιλική διάθεση κάποιο άτομο που του προσφέρουμε κάποιο δώρο, με την κρυφή ελπίδα να καταλάβουμε αν είναι ευχαριστημένο με αυτή μας την προσφορά: «σου ’φερα αυτό το στυλό δώρο για τη γιορτή σου αλλά, πες μου, το δώρο ή την κουρτίνα;». Η φρ. σε χρήση από τα τέλη της δεκαετίας του 1980 που αναφερόταν στερεότυπα σε τηλεοπτικό παιχνίδι της ιδιωτικής τηλεόρασης. Ο παίχτης που δεχόταν κάποιο δώρο έπρεπε να απαντήσει στην ερώτηση του ατόμου που διηύθυνε το παιχνίδι, αν ήταν ευχαριστημένος με το δώρο που δέχτηκε ή μήπως ήθελε να ρισκάρει με το δώρο που ήταν κρυμμένο πίσω από μια κουρτίνα το οποίο βέβαια, μπορούσε να ήταν καλύτερο ή και χειρότερο από αυτό που είχε λάβει· 
- τραβώ την κουρτίνα, αποκαλύπτω κάποιον ή κάτι: «παρ’ όλη την προσπάθεια του δικηγόρου κατηγορίας, ο μάρτυρας δεν τράβηξε την κουρτίνα για να γίνει γνωστό πού κρυβόταν ο εργοδότης του».