κουρμπάτσι κ. κιρμπάτσι, το, ουσ. [<τουρκ. kirbaç], το μαστίγιο, ο βούρδουλας: «στον τοίχο του σαλονιού του είχε κρεμασμένο ένα παλιό κουρμπάτσι»·
- κουρμπάτσι που σου χρειάζεται! βλ. συνηθέστ. βρεγμένη σανίδα που σου χρειάζεται! λ. σανίδα.