κουμπί, το, ουσ. [<μσν. κομβίον, υποκορ. του αρχ. κόμβος], το κουμπί. 1. το ευαίσθητο σεξουαλικό σημείο του ανθρωπίνου σώματος: «αφού λες πως την πήδηξες, πες μας πιο είναι το κουμπί της;». 2. το ευαίσθητο σημείο του χαρακτήρα ενός ανθρώπου: «αν τον ξέρεις τόσο καλά όσο μας λες, ποιο είναι το κουμπί του;». 3. το μέσο ή ο τρόπος για την επίτευξη κάποιου σκοπού: «πες μου, επιτέλους, το κουμπί για να τελειώσω πιο γρήγορα τη δουλειά!». (Λαϊκό τραγούδι: πρέπει να στρώσεις ένα σχέδιο μεγάλο, να βρεις τον τρόπο, το λεγόμενο κουμπί, γιατί, αν τύχει και σου βρει αυτή τον κάλο, θα στον πατήσει δυνατά όσο μπορεί!). 4. (στη νεοαργκό) είδος του χαπιού έκσταση και γενικά το ναρκωτικό χάπι: «είχε την τσέπη του γεμάτη με κουμπιά και κάθε τόσο κατάπινε κι από ένα». Από τη σχηματική παρομοίωση του χαπιού με το κουμπί. 5. στον πλ. τα κουμπιά, (στη γλώσσα της αργκό) το σημείο δυο που παρουσιάζουν οι ορατές επιφάνειες των ζαριών, όταν ριχτούν από τον παίχτη, ζαριά που θεωρείται κακή: «δεν μπόρεσα να πάρω παιχνίδι, γιατί έφερνα συνέχεια κουμπιά». Συνών. διπλές / δυάρες. Υποκορ. κουμπάκι, το·
- βρίσκω το κουμπί, βρίσκω το μέσο, τον τρόπο για να πετύχω ή για να φέρω σε πέρας κάτι: «αν δε βρεις το κουμπί της δουλειάς, θα σκοτώνεσαι χωρίς να μπορέσεις να καταφέρεις τίποτα»·
- βρίσκω το κουμπί της, (για γυναίκες) βρίσκω το ευαίσθητο σεξουαλικό σημείο στο κορμί της: «απ’ τη στιγμή που βρήκα το κουμπί της, τρέχει σαν σκυλάκι από πίσω μου»·
- βρίσκω το κουμπί του, (για άντρες) βρίσκω το ευαίσθητο σημείο του χαρακτήρα του: «απ’ τη μέρα που βρήκε το κουμπί του, τον έχει ταράξει στα δανεικά». (Τραγούδι: αστραπή, αστραπή, αστραπή μου στο λαιμό, στο σφυγμό, στη σιωπή μου αστραπή μου εσύ έχεις βρει το κουμπί μου)· 
- γαμώ τα κουμπιά της Αλέξαινας, έκφραση αγανακτισμένου ή εκνευρισμένου ανθρώπου. Συνήθως η φρ. ξανακλείνει με το ρ. γαμώ: «γαμώ τα κουμπιά της Αλέξαινας, γαμώ, όλα τα στραβά σε μένα θα τύχουν!». Για συνών. βλ. φρ. γαμώ τα καντήλια μου! λ. γαμώ·
- θα δεις πόσα κουμπιά έχει η Αλέξαινα ή θα μάθεις πόσα κουμπιά έχει η Αλέξαινα, α. από τη στιγμή που θα καταπιαστείς με τη συγκεκριμένη δουλειά ή υπόθεση, θα καταλάβεις και τις πραγματικές δυσκολίες της: «με τα λόγια είναι όλα εύκολα, αν σου αναθέσουν όμως να διευθύνεις μια τόσο μεγάλη επιχείρηση, θα δεις πόσα κουμπιά έχει η Αλέξαινα». β. (γενικά) από τη στιγμή που θα βγεις να αντιμετωπίσεις μόνος σου τη ζωή, θα καταλάβεις και τις πραγματικές δυσκολίες της: «απ’ τη στιγμή που αποφάσισες να κάνεις οικογένεια, θα μάθεις πόσα κουμπιά έχει η Αλέξαινα». Πολλές φορές της φρ. προτάσσεται το τώρα. Συνών. θα δεις πόσα γράμματα έχει η αλφαβήτα ή θα μάθεις πόσα γράμματα έχει η αλφαβήτα / θα δεις πόσα απίδια βάζει ο σάκος ή θα δεις πόσα απίδια παίρνει ο σάκος ή θα μάθεις πόσα απίδια βάζει ο σάκος ή θα μάθεις πόσα απίδια βάζει ο σάκος / θα δεις πόσο βαθιά φτάνει η τρύπα του λαγού ή θα δεις πόσο βαθιά φτάνει του λαγού η τρύπα / θα δεις πώς το τρίβουν το πιπέρι ή θα μάθεις πώς το τρίβουν το πιπέρι / θα δεις τι εστί βερίκοκο ή θα μάθεις τι εστί βερίκοκο·
- θα σου δείξω πόσα κουμπιά έχει η Αλέξαινα ή θα σου μάθω πόσα κουμπιά έχει η Αλέξαινα, απειλητική έκφραση σε κάποιον πως θα τον τιμωρήσουμε σκληρά, ιδίως με ξυλοδαρμό: «αν πιάσεις ξανά τ’ όνομα της αδερφής μου στο στόμα σου, θα σου μάθω πόσα κουμπιά έχει η Αλέξαινα». Πολλές φορές, μετά το πρώτο ρ. της φρ. ακολουθεί το εγώ. Συνών. θα σου δείξω πόσα γράμματα έχει η αλφαβήτα ή θα σου μάθω πόσα γράμματα έχει η αλφαβήτα / θα σου δείξω πόσα απίδια βάζει ο σάκος ή θα σου δείξω πόσα απίδια παίρνει ο σάκος ή θα σου μάθω πόσα απίδια βάζει ο σάκος ή θα σου μάθω πόσα απίδια παίρνει ο σάκος / θα σου δείξω πόσο βαθιά φτάνει η τρύπα του λαγού ή θα σου δείξω πόσο βαθιά φτάνει του λαγού η τρύπα / θα σου δείξω πώς το τρίβουν το πιπέρι ή θα σου μάθω πώς το τρίβουν το πιπέρι / θα σου δείξω τι εστί βερίκοκο ή θα σου μάθω τι εστί βερίκοκο· 
- σύρε με νονέ και φέρε με κουμπάρε, βλ. λ. νονός·
- του γαμώ τα κουμπιά της Αλέξαινας, α. τον καταξεφτιλίζω, τον καταντροπιάζω: «τον βρήκε στο καφενείο κι εκεί μπροστά στον κόσμο του γάμησε τα κουμπιά της Αλέξαινας». β. τον τιμωρώ σκληρά: «όταν γύρισε στο σπίτι, ο πατέρας του του γάμησε τα κουμπιά της Αλέξαινας». γ. τον κατανικώ: «τον έπιασε στα χέρια του και του γάμησε τα κουμπιά της Αλέξαινας».