κουμάσι, το, ουσ. [<μτγν. κουμάσιον <kumaş (= ύφασμα)]. 1. το κοτέτσι και γενικά το μέρος όπου διαμένουν ζώα: «σ’ ένα μικρό κουμάσι είχε δυο λαγουδάκια». 2.  άνθρωπος πρόστυχος, τιποτένιος, φαύλος: «ο τάδε είναι ένα κουμάσι, Θεός να σε φυλάει!»·
- καλό κουμάσι και του λόγου σου! όπου το καλό έχει εντελώς αντίθετη έννοια·
- μεγάλο κουμάσι, άνθρωπος πολύ πρόστυχος, πολύ τιποτένιος, πολύ φαύλος: «πρόσεχε τον τάδε, γιατί είναι μεγάλο κουμάσι»·
- παστρικό κουμάσι, άνθρωπος κακοήθης, φαύλος, ο παλιάνθρωπος: «μάθαμε και για σένα τι παστρικό κουμάσι είσαι!».