αμάδες, οι, ουσ. [πλ. του ουσ. αμάδα (= στρογγυλή πλάκα ή πλατιά πέτρα σε σχήμα δίσκου, με την οποία έπαιζαν τα παιδιά)· ίσως από το ουσ. σημάδα <σαμάδα <αμάδα], ομαδικό παιδικό παιχνίδι που παιζόταν στο ύπαιθρο·
- δεν παίζουμε (τις) αμάδες, μιλάμε σοβαρά, σοβαρολογούμε, δεν αστειευόμαστε, δεν είμαστε παιδιά: «όταν θα ’ρθεις, θα πρέπει να ’χεις συγκεκριμένες προτάσεις, γιατί εμείς δεν παίζουμε τις αμάδες». Ο πλ. και όταν το άτομο μιλάει μόνο για τον εαυτό του. Για συνών. βλ. φρ. δεν παίζουμε τις κουμπάρες, λ. κουμπάρα·
- εμείς τι κάνουμε, (τις) αμάδες παίζουμε; γιατί υποτιμάς την ειδικότητά μας, την τέχνη μας, τη δουλειά μας ή την εμπειρία μας, τη στιγμή που δεν είμαστε καθόλου άσχετοι με τη δουλειά ή την υπόθεση για την οποία γίνεται λόγος(;): «και βέβαια μπορώ να επιδιορθώσω τ’ αυτοκίνητό σου. Εμείς τι κάνουμε, τις αμάδες παίζουμε;». Ο πλ. και όταν το άτομο μιλάει μόνο για τον εαυτό του. Συνήθως της φρ. προτάσσεται το καλά και μετά το ρ. της φρ. κάνουμε, ακολουθεί το εδώ ή το δηλαδή. Για συνών. βλ. φρ. εμείς τι κάνουμε, τις κουμπάρες παίζουμε; λ. κουμπάρα·
- παίζω (τις) αμάδες, δεν κάνω απολύτως τίποτα, χάνω τον καιρό μου, τεμπελιάζω: «εμείς σκοτωνόμαστε στη δουλειά κι αυτός παίζει τις αμάδες». Για συνών. βλ. φρ. παίζω τις κουμπάρες, λ. κουμπάρα·
- τι νόμισες, (τις) αμάδες παίζουμε; λέγεται με ειρωνική διάθεση στην περίπτωση που φέρουμε σε αίσιο τέλος μια δουλειά ή μια υπόθεση, ενώ κάποιος ή κάποιοι μας θεωρούσαν εντελώς ανίκανους γι’ αυτό: «δεν ήμουν σίγουρος πως θα προλάβαινες να τελειώσεις τη δουλειά μέσα στ’ αρχικά χρονικά περιθώρια. -Τι νόμισες, τις αμάδες παίζουμε;». Ο πλ. και όταν το άτομο μιλάει μόνο για το όνομά του. Συνήθως της φρ. προτάσσεται το εμ. Για συνών. τι νόμισες, τις κουμπάρες παίζουμε; λ. κουμπάρα.