κουλούρι, το, ουσ. [<μσν. κουλλούριν], το κουλούρι. 1. το μηδέν ως σχολικός βαθμός, η κουλούρα. 2. το μικρό κυκλικό ψωμάκι με σουσάμι που πουλάνε στους δρόμους και τους φούρνους: «κουλούρια Θεσσαλονίκης». (Ακολουθούν 11 φρ.)·
- άλλες νυφάδες ήρθανε κι άλλα κουλούρια πλάσανε, βλ. λ. νύφη·
- αυτά είναι παλιά κουλούρια, βλ. φρ. φρέσκα κουλούρια φωνάζει ο κουλουρτζής·
- βάζω κουλούρι (κουλουράκι), βλ. συνηθέστ. βάζω κουλούρα, λ. κουλούρα·
- εδώ το καλό κουλούρι! βλ. φρ. κουλούρι τραγανό(!)·
- κουλούρι τραγανό! ή κουλούρια τραγανά! θαυμαστικό επιφώνημα (με μίμηση της φωνή του κουλουρτζή που διαλαλεί το εμπόρευμά του) για όμορφη και σφριγηλή γυναίκα που βλέπουμε να περνάει από μπροστά μας·
- μανούλι, θες κουλούρι; βλ. λ. μανούλι·
- μην τάξεις σ’ άγιο κερί και σε παιδί κουλούρι, βλ. λ. κερί·
- όποιος έχει νουνό, τρώει κουλούρι, βλ. λ. νονός·
- παίρνω κουλούρι (κουλουράκι), βλ. συνηθέστ. παίρνω κουλούρα, λ. κουλούρα·
- φρέσκα κουλούρια! βλ. φρ. φρέσκα κουλούρια φωνάζει ο κουλουρτζής·
- φρέσκα κουλούρια φωνάζει ο κουλουρτζής, λέγεται για να υπενθυμίσουμε σε κάποιον πως η σπουδαιότητα βρίσκεται σε γεγονότα που έχουν γίνει πρόσφατα και όχι στο παρελθόν: «κάποτε είχατε καλή ομάδα, αλλά, φρέσκα κουλούρια φωνάζει ο κουλουρτζής, γιατί τώρα είστε κουρέλες».