κουκούδι,
το, ουσ.
[<μσν. κουκούδιν, υποκορ. του αρχ. κόκκος], η κρούστα που δημιουργείται μετά
από λίγες μέρες στην επιφάνεια πληγής, τραύματος: «χτύπησα πριν από μερικές
μέρες στον αγκώνα μου και τώρα η πληγή έπιασε ένα κουκούδι». Συνών. κακάδι·
-
πάνω στον τσούρλο και κουκούδι, λέγεται
στην περίπτωση που, ενώ περνάμε μια δύσκολη κατάσταση, μας τυχαίνει και μια
άλλη πιο δύσκολη: «πήγαμε τον παππού στο νοσοκομείο από εγκεφαλικό, πήγαμε και
το γιο μου την άλλη μέρα, γιατί τράκαρε με τη μοτοσικλέτα του. Αμάν πια,
κουράστηκα. Πάνω στον τσούρλο και κουκούδι».