Αλωνάρης, ο, ουσ. [<αλώνι + κατάλ. -άρης], ο μήνας Ιούλιος: «συνήθως τον Αλωνάρη κάνει φοβερή ζέστη». Από τι ότι το μήνα αυτό είναι η περίοδος αλωνίσματος των δημητριακών.·
- Αλωνάρης με τ’ αλώνια και με τα χρυσά πεπόνια, λέγεται για τον Ιούλιο μήνα που είναι ο μήνας της συγκομιδής του σιταριού και η εποχή που τα πεπόνια είναι πολύ νόστιμα·
- κότα πίτα το Γενάρη, κόκορας τον Αλωνάρη, βλ. λ. κότα.