κουβαδάκι, το, ουσ. [υποκορ. του ουσ. κουβάς], μικρός, πλαστικός συνήθως, κουβάς, με τον οποίο παίζουν τα μικρά παιδιά: «τα παιδιά έπαιζαν στην αμμουδιά με τα κουβαδάκια τους»·
- πάρε το κουβαδάκι σου και σ’ άλλη παραλία, (ειρωνικά στη νεοαργκό) ξεκουμπίσου, φύγε, άφησέ με στην ησυχία μου: «τώρα που ήρθες έχω δουλειά, γι’ αυτό πάρε το κουβαδάκι σου και σ’ άλλη παραλία». Πολλές φορές της φρ. προτάσσεται το άντε. Από την εικόνα του ατόμου που είναι ξαπλωμένο στην αμμουδιά και διώχνει κάποιο μικρό παιδί να πάει να παίξει αλλού.