κοτόπουλο, το, ουσ. [<κότα + κατάλ. -όπουλο], το κοτόπουλο· ο δειλός, ο φοβητσιάρης: «μας έκανε το σκληρό και τον άγριο, αλλά στο τέλος αποδείχτηκε σκέτο κοτόπουλο». Υποκορ. κοτοπουλάκι, το·
- έπεσε σαν κοτόπουλο ή έπεσε σαν το κοτόπουλο, α. λιποθύμησε ξαφνικά: «εκεί που ήταν μια χαρά και μιλούσαμε, έπεσε σαν κοτόπουλο». β. (για γυναίκες) ενέδωσε στις ερωτικές προτάσεις κάποιου άντρα με μεγάλη ευκολία, ιδίως χωρίς να το καταλάβει: «δυο τρεις κουβέντες της είπα κι έπεσε σαν το κοτόπουλο»·
- έπεφταν σαν κοτόπουλα ή έπεφταν σαν τα κοτόπουλα, βλ. φρ. πέθαιναν σαν κοτόπουλα·
- η αλεπού στον ύπνο της κοτόπουλα ονειρεύεται, βλ. λ. αλεπού·
- πέθαιναν σαν κοτόπουλα ή πέθαιναν σαν τα κοτόπουλα, οι άνθρωποι πέθαιναν ομαδικά σε μια περιοχή και σε μεγάλο αριθμό, ιδίως βίαια ή από επιδημική ασθένεια: «στο Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο οι άνθρωποι πέθαιναν σαν τα κοτόπουλα || στα χρόνια της χολέρας οι άνθρωποι πέθαιναν σαν τα κοτόπουλα». Από το ότι, αν χτυπήσει μια ασθένεια κάποια μονάδα που εκτρέφει κοτόπουλα, αυτά ψοφούν ομαδικά. Συνών. πέθαιναν σαν μύγες ή πέθαιναν σαν τις μύγες·
- τον κάνω σαν ζαλισμένο κοτόπουλο, τον μεθώ τόσο πολύ, που δεν μπορεί να περπατήσει: «κάθε φορά που κάθεται να πιει μαζί μου, τον κάνω σαν ζαλισμένο κοτόπουλο»·
- τον μάδησαν σαν κοτόπουλο ή τον μάδησαν σαν το κοτόπουλο, του πήραν όλα τα χρήματα, ιδίως του τα κέρδισαν σε χαρτοπαίγνιο: «έπαιξε χαρτιά με τα σαΐνια της πιάτσας και τον μάδησαν σαν κοτόπουλο».