κορσές, ο, ουσ. [<γαλλ. corset <corps (= σώμα)], ο κορσές·
- μου ’γινε στενός κορσές, α. προσκολλήθηκε πιεστικά επάνω μου και δε με αφήνει να κάνω βήμα μονάχος μου: «απ’ τη μέρα που τον γνώρισα, μου ’γινε στενός κορσές». β. με πιέζει επίμονα για να του κάνω κάποια εκδούλευση ή χάρη: «μου ’γινε στενός κορσές για να του δώσω τα δανεικά που του είχα υποσχεθεί». Από την εικόνα του κορσέ που περισφίγγει το κορμί του ανθρώπου, ιδίως των γυναικών, από τη μέση ως τους γλουτούς με σκοπό να μειωθεί η εντύπωση του πάχους. (Λαϊκό τραγούδι: μου γίνανε στενός κορσές και μου μπήκανε στη μύτη, έλα πάρ’ το μου φωνάζουν, κι είν’ κορίτσι από σπίτι
- στενός κορσές, (στη γλώσσα της φυλακής) ο ευέξαπτος και βίαιος: «έχε το νου σου σ’ αυτόν τον τύπο, γιατί είναι στενός κορσές». Από την εικόνα του ανθρώπου που, όταν περισφίγγει με κορσέ το κορμί του, δε νιώθει άνετα και με το παραμικρό εξοργίζεται.