κόρνερ, το, άκλ. ουσ. [<αγγλ. corner (= γωνία)], (στη γλώσσα του ποδοσφαίρου) ακούσια ενέργεια ή εκούσια επιλογή παίχτη της άμυνας να στείλει την μπάλα πίσω από τη γραμμή της εστίας της ομάδας του, και, εξαιτίας αυτού του σφάλματος, η επαναφορά της μπάλας στον αγωνιστικό χώρο από τη γωνία του γηπέδου με λάκτισμα από παίχτη της αντίπαλης ομάδας: «επειδή είδε πως δεν μπορούσε να κάνει τίποτα, έβγαλε την μπάλα κόρνερ»·
- βγαίνω κόρνερ, κάνω σφάλμα, κάνω λάθος, ιδίως με λόγια: «παραδέχομαι πως βγήκα κόρνερ, γιατί αυτό που είπα δεν έπρεπε να το πω»·
- μου βγήκε απ’ το κόρνερ ή μου τη βγήκε απ’ το κόρνερ, βλ. φρ. μου βγήκε απ’ τη γωνία, λ. γωνία·
- τον έχω στο κόρνερ, α. δεν τον υπολογίζω: «επειδή κάνει συνέχεια βλακείες, τον έχουν στο κόρνερ». β. του αφαιρώ τις δικαιοδοσίες του, τον παραγκωνίζω: «επειδή τον είχαν στο κόρνερ, τους πέταξε κατάμουτρα την παραίτησή του»·
- τον πετώ στο κόρνερ, τον φέρνω σε πολύ δύσκολη θέση, τον στριμώχνω, τον νικώ: «μόνο εσύ μπορείς να τον πετάξεις στο κόρνερ». Εδώ, ίσως η φρ. έχει σχέση περισσότερο με τη γωνία του πυγμαχικού ρινγκ παρά με τη γωνία του γηπέδου· βλ. και φρ. τον έχω στο κόρνερ·
- του βγαίνω απ’ το κόρνερ ή του τη βγαίνω απ’ το κόρνερ, βλ. φρ. του βγαίνω απ’ τη γωνία, λ. γωνία.