αλυσίδα, η, ουσ. [<μσν. + ἁλυσίδιν <μτγν. + ἁλυσίδιον, υποκορ. του μτγν. + ἁλύσιον <αρχ. + ἅλυσις], η αλυσίδα. 1. σειρά ομοειδών καταστημάτων: «έχει μια αλυσίδα από σούπερ μάρκετ». 2. στον πλ. οι αλυσίδες, οι χειροπέδες: «του πέρασαν τις αλυσίδες στα χέρια και τον οδήγησαν στη φυλακή». (Λαϊκό τραγούδι: ως και στα πόδια μου μου βάλαν αλυσίδες και να βγω μάνα μου δεν έχω πια ελπίδες). Συνών. βραχιόλια (1) / κελεψέδες / σίδερα (5) / χαλκάδες (2). 3. η φυλακή: «τον έχουν πέντε χρόνια στις αλυσίδες». Από το ότι στα παλαιότερα χρόνια έδεναν τα χέρια και τα πόδια των φυλακισμένων με αλυσίδες για να μη δραπετεύσουν ή για σωφρονισμό. Συνών. κάγκελα (3) / μπουζού (3) / σίδερα (4) / στενή (2) / στρουγκού / φρέσκο / χάψη / ψειρού. Υποκορ. αλυσιδίτσα, η (βλ. λ.) και αλυσιδάκι, το·
- δεν κρατιέται ούτε μ’ αλυσίδες, είναι ασυγκράτητος, συμπεριφέρεται παράφορα: «προσπαθούν δέκα νοματαίοι να τον κρατήσουν να μην πάει να μαλώσει με τον άλλον, αλλά δεν κρατιέται ούτε μ’ αλυσίδες || κάθε φορά που βλέπει αυτή τη γυναίκα, δεν κρατιέται ούτε μ’ αλυσίδες»·
- είναι για τις αλυσίδες, είναι επικίνδυνα τρελός ή είναι πολύ ριψοκίνδυνος ή είναι επικίνδυνα βλάκας: «μην τον πολυπειράζεις, γιατί είναι για τις αλυσίδες και δεν ξέρεις πώς θα ξεσπάσει! || βρε άνθρωπέ μου, αυτός είναι για τις αλυσίδες, σ’ αυτόν ανέθεσες να σου τελειώσει τη δουλειά!»·
- κόβω τις αλυσίδες, βλ. συνηθέστ. σπάζω τις αλυσίδες·
- πάει αλυσίδα το πράμα, λέγεται για όμοια πράγματα, που εξελίσσονται με μια ορισμένη σειρά: «στην αρχή άνοιξε ένα ζαχαροπλαστείο στη γειτονιά του, ύστερα άνοιξε ένα άλλο στην παρακάτω γειτονιά, ύστερα άλλο αλλού, άλλο αλλού και πάει αλυσίδα το πράμα»·
- σπάω τις αλυσίδες (ενν. του γάμου), (ιδίως για άντρα) παίρνω διαζύγιο, χωρίζω: «ήταν τόσο γκρινιάρα η γυναίκα του, που κάποια στιγμή δεν άντεξε, έσπασε τις αλυσίδες κι έφυγε απ’ την πόλη». (Λαϊκό τραγούδι: έλα να σπάσουμε τις αλυσίδες δεν έχουμε καιρό γι’ άλλες ελπίδες). Συνών. σπάω τα δεσμά·  
- σπάω τις αλυσίδες, αποκτώ βίαια την ελευθερία μου, επαναστατώ: «οι Έλληνες το 1821 έσπασαν τις αλυσίδες της σκλαβιάς και μετά από πολλούς αγώνες και θυσίες ελευθέρωσαν την πατρίδα μας». Συνών. σπάω τα δεσμά ή σπάω τα δεσμά μου / σπάω τα σίδερα·
- τον βάζω στις αλυσίδες, βλ. συνηθέστ. τον βάζω στα σίδερα, λ. σίδερο·
- τον ρίχνω στις αλυσίδες, βλ. συνηθέστ. τον ρίχνω στα σίδερα, λ. σίδερο.