κοπάνα, η, ουσ. [<κοπανώ], η αδικαιολόγητη ή η με πλάγια μέσα απουσία από τη δουλειά, την υπηρεσία ή το σχολείο: «αυτός ο άνθρωπος έχει αναγάγει την κοπάνα σε επιστήμη || μας έμειναν αξέχαστες οι κοπάνες των μαθητικών μας χρόνων»·
- κάνω κοπάνα, απουσιάζω αδικαιολόγητα από τη δουλειά μου, την υπηρεσία μου ή από το σχολείο μου: «είχα να τακτοποιήσω κάτι προσωπικές μου υποθέσεις, γι’ αυτό έκανα κοπάνα απ’ τη δουλειά μου || έκανα κοπάνα σήμερα απ’ το σχολείο, γιατί ήμουν αδιάβαστος»·
- την κάνω κοπάνα, α. δραπετεύω, φεύγω, το σκάω από κάπου: «την ώρα που έβαζαν τους άλλους στην κλούβα, εγώ την έκανα κοπάνα». β. εξαφανίζομαι: «μας έκανε πρώτα καλά καλά άνω κάτω κι ύστερα την έκανε κοπάνα»· βλ. και φρ. κάνω κοπάνα.