κοντέρ, το, άκλ. ουσ. [<γαλλ. compteur], βλ. λ. ταξίμετρο·
- για να γράφει το κοντέρ, βλ. φρ. για να γράφει το ταξίμετρο, λ. ταξίμετρο·
- πόσα γράφει το κοντέρ; ή πόσα έγραψε το κοντέρ; βλ. φρ. πόσα γράφει το ταξίμετρο; λ. ταξίμετρο.