κομπλέ, άκλ. επίθ. [<γαλλ. complet]. 1. που είναι ολόκληρος, πλήρης, που έχει όλα τα εξαρτήματα, όλα τα κομμάτια από τα οποία αποτελείται: «αγόρασα ένα διαμέρισμα κομπλέ με την επίπλωσή του || το σερβίτσιο κομπλέ αποτελείται από είκοσι τέσσερα κομμάτια». 2. (για κοστούμια) που αποτελείται από σακάκι, γιλέκο και παντελόνι και γενικά για ρούχα, που αποτελούν σύνολο μαζί με τα αξεσουάρ τους: «αγόρασα ένα κοστούμι κομπλέ». 3. (για χώρους ομαδικής εκδήλωσης ή διασκέδασης, γήπεδα, θέατρα,  κινηματογράφους, ταβέρνες ή μέσα μαζικής μεταφοράς) που είναι συμπληρωμένος, που δε χωράει άλλος, που δεν υπάρχει άλλη θέση: «το θέατρο είναι κομπλέ || η ταβέρνα είναι κομπλέ || το βαγόνι είναι κομπλέ». 4. (για πρόγευμα, γεύμα, δείπνο) ολόκληρο το μενού: «θέλω να μου σερβίρεις κομπλέ το πρωινό μου»·
- λέω κομπλέ, (στη νεοαργκό) συμφωνώ απόλυτα για κάτι ή με κάτι: «αν τα πράγματα έγιναν ακριβώς έτσι όπως μου τα λες, τότε κι εγώ λέω κομπλέ».